Η πρόσφατη δημόσια συζήτηση γύρω από την αξιολόγηση των υπηρεσιών του Δημοσίου, με αφορμή έρευνες ικανοποίησης πολιτών, επικεντρώθηκε –ως συνήθως– στο κατά πόσο οι δημόσιοι υπάλληλοι «κάνουν τη δουλειά τους». Όμως η προσέγγιση αυτή παραμένει ατελής. Αντιμετωπίζει ένα διαχρονικό και δομικό πρόβλημα της χώρας μέσα από ένα στενό πλαίσιο, απομονώνοντας τις δυσλειτουργίες του Δημοσίου από το ευρύτερο θεσμικό και οικονομικό περιβάλλον στο οποίο αυτές παράγονται και αναπαράγονται.
Γιατί η πραγματικότητα είναι ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε μόνο πρόβλημα δημόσιων υπηρεσιών, έχουμε συνολικό πρόβλημα ικανοποίησης των αναγκών του πολίτη – τόσο από το κράτος όσο και από την αγορά. Και το πρόβλημα αυτό είναι συστημικό, καθώς σχετίζεται με τον τρόπο που λειτουργεί ο διοικητικός και οικονομικός μηχανισμός της χώρας, τον ρόλο της πολιτικής εξουσίας, αλλά και τη συστηματική αποτυχία του ιδιωτικού τομέα να παρέχει ανταγωνιστικές, προσιτές και ποιοτικές υπηρεσίες και αγαθά.
Πρώτα απ’ όλα, είναι αδύνατο να μιλήσουμε για αξιολόγηση του Δημοσίου χωρίς να αναγνωρίσουμε ότι η δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από την πολιτική εξουσία. Παρά τις προσπάθειες για συγκρότηση ανεξάρτητου, αξιοκρατικού μηχανισμού στελέχωσης, οι κρίσεις προϊσταμένων, οι μετακινήσεις προσωπικού, ακόμα και η ιεράρχηση στόχων, καθορίζονται συχνά όχι με διοικητικά αλλά με κομματικά κριτήρια.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η δημόσια διοίκηση να μη μπορεί να λειτουργήσει με συνέχεια, συνέπεια και επαγγελματισμό. Η εναλλαγή κυβερνήσεων, ή και απλώς υπουργών, συχνά συνεπάγεται ανατροπή προτεραιοτήτων, αλλαγή προσώπων και αμφισβήτηση όσων είχαν προηγηθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, η αξιολόγηση κινδυνεύει να μετατραπεί είτε σε εργαλείο επικοινωνίας είτε σε μηχανισμό εσωτερικής πειθάρχησης, αντί να λειτουργήσει ως εργαλείο βελτίωσης της ποιότητας των υπηρεσιών.
Όμως η κριτική δεν μπορεί να εξαντλείται στο κράτος καθώς το δημόσιο συμφέρον συχνά επιβάλει την αποσύνδεση του κόστους από την ποιότητα παροχής υπηρεσιών. Ο ιδιωτικός τομέας, παρότι συχνά παρουσιάζεται ως αντίβαρο στην αναποτελεσματικότητα του Δημοσίου, στην πράξη συχνά λειτουργεί με ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά γεγονός που τον καθιστά μη αποτελεσματικό και επιπροσθέτως είναι σε μεγάλο βαθμό κρατικοδίαιτος και αυτή η τροφοδότησή του με δημόσιους πόρους μειώνει την υγιή επιχειρηματικότητα οδηγώντας τη σε οκνηρία και εγκατάλειψη των τομέων έρευνας και καινοτομίας γεγονός που εξηγεί και την χαμηλή θέση της χώρας στην κατηγορία των ιδιωτικών επενδύσεων.
Αρκεί μια γρήγορη ματιά στους βασικούς τομείς υπηρεσιών:
- Τράπεζες: Παρά τις κρατικές ενισχύσεις και τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις, οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν σχεδόν μηδενικά επιτόκια καταθέσεων και επιβάλλουν από τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού στην Ευρωζώνη. Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα για νέους και μικρές επιχειρήσεις, ενώ βασικές υπηρεσίες χρεώνονται αδιακρίτως.
- Ενέργεια και τηλεπικοινωνίες: Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις 3 ακριβότερες χώρες της ΕΕ στην τιμή ηλεκτρικού ρεύματος για οικιακούς καταναλωτές. Παράλληλα, οι τιμές για κινητή τηλεφωνία και συνδρομητικό internet είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, με σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ παρόχων και μικρό βαθμό ανταγωνισμού, όπως έχει επισημάνει επανειλημμένα και η ΕΕΤΤ.
- Λιανεμπόριο: Σε βασικά αγαθά διατροφής, οι τιμές σε ελληνικά σούπερ μάρκετ εμφανίζονται υψηλότερες σε σχέση με πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η ΕΛΣΤΑΤ και το ΙΝΚΑ έχουν καταγράψει αυξήσεις τιμών πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ σε σειρά βασικών προϊόντων, χωρίς αντίστοιχη βελτίωση στις αποδοχές των καταναλωτών. Το παραπάνω δεν είναι μόνο πρόβλημα ατελούς αγοράς. Είναι αποτέλεσμα στρεβλώσεων, κρατικής ανοχής και αδυναμίας να προστατευτεί ο καταναλωτής, είτε μέσω του ανταγωνισμού είτε μέσω ρυθμιστικών παρεμβάσεων.
Αν λοιπόν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά για αξιολόγηση, δεν μπορούμε να την περιορίζουμε στο Δημόσιο. Ούτε μπορούμε να την παρουσιάζουμε ως λύση σε ένα πρόβλημα που έχει βαθύτερα θεσμικά αίτια. Η αξιολόγηση πρέπει να αφορά το σύνολο του μηχανισμού ικανοποίησης των αναγκών του πολίτη: το κράτος, τις δημόσιες επιχειρήσεις, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν σε κρίσιμους τομείς – πολλές από τις οποίες συντηρούνται μέσα από δημόσιες συμβάσεις, επιδοτήσεις ή ρυθμιστικές αποφάσεις.
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο πρότυπο διοίκησης, οικονομικής διαχείρισης και παραγωγικότητας, και για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε ότι η παθογένεια δεν βρίσκεται σε έναν μόνο τομέα αλλά στον τρόπο που το Δημόσιο και ο ιδιωτικός τομέας διαπλέκονται και αλληλοκαλύπτονται, διαμορφώνοντας τελικά μια κοινή κουλτούρα χαμηλών προσδοκιών και υψηλού κόστους.
Χασκής Χρήστος
πτυχιούχος Διοίκησης Επιχειρήσεων
πτυχιούχος Τεχνολογίας και Επικοινωνιών
κάτοχος Μεταπτυχιακού στην Δημόσια Διοίκηση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιο σας εδώ!