Η δεκαετία του ’60 είδε την άνθιση της ελληνικής βιομηχανίας. Ο Έλληνας καταναλωτής που αποκτούσε το (εξ αντιπαροχής) διαμέρισμά του χρειαζόταν εξοπλισμό: έπιπλα, ψυγείο, κουζίνα, θερμοσίφωνα. Φυσικά χρειαζόταν και τρόφιμα και ρούχα.
Οσο και αν τώρα μας φαίνεται απίθανο, όλα αυτά τα προμηθευόταν από ελληνικές φίρμες. Το ψυγείο ήταν Ιζόλα ή Πίτσος, η κουζίνα Εσκιμό και ο θερμοσίφωνας Βαγιωνής. Τα σεντόνια και οι κουρτίνες Πειραϊκής-Πατραϊκής, τα καλά έπιπλα Σαρίδης ή Βαράγκης. Μακαρόνια Μίσκο, μπισκότα Παπαδοπούλου, σοκολάτες ΙΟΝ ή Παυλίδου, συμπλήρωναν τη δίαιτά του.
Από τις εταιρίες αυτές άλλες δεν υπάρχουν πια, άλλες έχουν περάσει σε ξένα χέρια, ελάχιστες παραμένουν ελληνικές.
Μου τα θύμισε όλα αυτά ο πρόσφατος θάνατος του Γιάννη Κωτσιόπουλου, επί 50 χρόνια ηγέτη της ΙΟΝ. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω προσωπικά και να συνεργαστώ μαζί του - όπως και με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής βιομηχανίας εκείνη την εποχή.
Αρχές της δεκαετίας του '60. Δούλευα -αρχικά ως κειμενογράφος, μετά ως άνθρωπος για όλες τις δουλειές- στη διαφημιστική εταιρία «Κουσέντος». Ο Χρήστος Κουσέντος, ταλαντούχος εικονογράφος, γέμιζε τον ελληνικό τύπο με ωραία ζωγραφικά έργα που διαφήμιζαν τους δύο μεγαλύτερους πελάτες του: τη σοκολατοποιία ΙΟΝ και τη βιομηχανία απορρυπαντικών (ROL, AVA, κ.λπ.) ΒΙΑΝΙΛ.
Επικεφαλής τότε της ΙΟΝ ήταν ο κύριος Ντίνος Κωτσιόπουλος, ένας τζέντλεμαν: καλλιεργημένος, καλοντυμένος και ευφυής, μεγάλης ηλικίας. Μαζί του έφερνε τον νεαρό ανηψιό του Γιάννη που έμοιαζε λίγο χαμένος. Φαινόταν σαν να είχε έρθει χτες από το χωριό - και οι κακόγλωσσοι τον αποκαλούσαν «το βλαχαδερό».
Ο «κύριος Ντίνος» πέθανε, και τον αντικατέστησε ο «κύριος Γιάννης». Το «βλαχαδερό» θαυματούργησε. Δουλεύοντας δεκαοκτάωρα, πολλαπλασίασε τα προϊόντα, τα εργοστάσια, τις πωλήσεις, τις εξαγωγές. Ηταν δίκαιος και σωστός και οι συνεργάτες του τον σέβονταν. Αντιστάθηκε σε όλες τις προτάσεις εξαγοράς κι ενώ ο μεγάλος του ανταγωνιστής έγινε πολυεθνικός -παρέμεινε ελληνική εταιρία και δικαιώθηκε (4 εργοστάσια, 1.000 εργαζόμενοι).
Το ίδιο συνέβη και με τη ROLCO-ΒΙΑΝΙΛ που τη διαφήμισα αργότερα - για δεκαετίες αψήφησε τις σειρήνες των τεράστιων πολυεθνικών και κυριαρχούσε στην ελληνική αγορά. Ο εγκέφαλός της ήταν ο μέγας Εκτωρ Σουρουλίδης, δαιμόνιος χημικός που παρέλαβε κατάστημα χρωμάτων και το έκανε βιομηχανικό κολοσσό.
Αλλου είδους άνθρωποι αυτοί: έζησα τον Γεώργιο Δράκο (ΙΖΟΛΑ), τον Απόστολο Πίτσο (θαλερός, πλησιάζει τα 100!), τους αδελφούς Στράτου (Πειραϊκή-Πατραϊκή) και Μαρινόπουλου, τον ευπατρίδη Γιώργο Βαγιωνή, τον Ευάγγελο Παπαδόπουλο (μπισκότα) που μου σύστησε τη νεαρή κόρη του Ιωάννα λέγοντάς μου: «Αυτή θα κρατήσει το μαγαζί!». (Το κράτησε, ελληνικό και ακμαίο, έως σήμερα - 4 εργοστάσια, 1.200 εργαζόμενοι).
Και ξέρετε κάτι: κανένας από αυτούς τους αυτοδημιούργητους δεν κάπνιζε πούρα σε πολυτελή λιμουζίνα με σοφέρ. Λιτοί και εργασιομανείς.
Η Ελλάδα τότε έσφυζε από δημιουργικότητα και παραγωγή. Σήμερα; «Σβησμένες όλες οι φωτιές, οι πλάστρες μες τη χώρα…».
Του Νίκου Δήμου!