Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

Απαγόρευση κυνηγιού στην Άρτα για τρία χρόνια μετά την πυρκαγιά

 


Την απόφαση απαγόρευσης θήρας στις περιοχές που επλήγησαν από τις φωτιές εξέδωσε η Διεύθυνση Δασών Άρτας. Η απόφαση αφορά σε απαγόρευση της θήρας σε έκταση 23.340 στρεμμάτων στη Δημοτική Ενότητα Ξηροβουνίου του Δήμου Αρταίων, μετά τη δασική πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στις 12 Αυγούστου 2025.

Η απαγόρευση θα ισχύει για τρία χρόνια, δηλαδή από την κυνηγετική περίοδο 2025-2026 έως και τη λήξη της περιόδου 2027-2028, με στόχο την προστασία και αποκατάσταση της άγριας πανίδας και του θηραματικού πλούτου.

Η έκταση περιλαμβάνει την καμένη περιοχή και την περιμετρική ζώνη της, με το σημείο έναρξης να ορίζεται στο κάστρο της αρχαίας ακρόπολης Όρραον. Τα όρια της περιοχής ορίζονται ως εξής:

  • Ανατολικό όριο: από την ακρόπολη κινείται νοτιοδυτικά, περνά από τον κόμβο Αμμοτόπου Ιόνιας Οδού και τον επαρχιακό δρόμο Πέντε Πηγαδιών – Καμπής προς τον οικισμό Καμπής.
  • Νότιο όριο: διασχίζει τον οικισμό Καμπής και συνεχίζει προς τη γέφυρα «Λούρου».
  • Δυτικό όριο: ακολουθεί την κοίτη του ποταμού Λούρου προς τα ανάντη έως τη Δομή Φιλιππιάδας και την κορυφή Ζηροβούνι, περνώντας από το Υδροηλεκτρικό εργοστάσιο Λούρου και τον δημοτικό δρόμο Αγίου Γεωργίου – Δρυοφύτου.
  • Βόρειο όριο: συνεχίζει προς Δρυόφυτο, την κορυφογραμμή «Ψηλή», τη θέση «Λυκότρυπα» και καταλήγει στο σημείο έναρξης στο κάστρο της ακρόπολης Όρραον.

Η απόφαση εκδόθηκε σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δασών και στοχεύει στην προστασία της άγριας πανίδας και στην αποκατάσταση του θηραματικού πλούτου της περιοχής.

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

Οι χαμηλοί μισθοί καθηλώνουν την παραγωγικότητα

 



Οι πρόσφατες δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κου Στουρνάρα, ότι δεν πρέπει να υπάρξει αύξηση μισθών χωρίς αντίκρισμα στην παραγωγικότητα, αναδεικνύουν μια προσέγγιση που στηρίζεται σε μια περιοριστική αντίληψη για τη σχέση μισθών και ανάπτυξης. Η θέση αυτή φαίνεται να αγνοεί ότι η οικονομία δεν λειτουργεί μόνο με βάση τη μείωση κόστους, αλλά και με την τόνωση της ζήτησης, την ενίσχυση των κινήτρων των εργαζομένων και την τροφοδότηση ενός κύκλου ανάπτυξης που προκύπτει όταν οι μισθοί είναι σε επίπεδα που εξασφαλίζουν αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Η προσέγγιση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος εστιάζει μονομερώς στη συγκράτηση των μισθών, σαν να αποτελούν αυτοτελή απειλή για την ανταγωνιστικότητα, παραβλέποντας ότι σε χώρες με υψηλούς μισθούς και ισχυρή παραγωγικότητα, όπως η Γερμανία ή οι σκανδιναβικές οικονομίες, η σχέση είναι θετική και όχι ανταγωνιστική.

Η λογική ότι οι μισθοί πρέπει να ακολουθούν την παραγωγικότητα συχνά λειτουργεί μονόπλευρα: όταν η παραγωγικότητα αυξάνεται, οι μισθοί δεν αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό· όταν όμως οι μισθοί πιέζονται, αυτό προβάλλεται ως αναγκαία συνθήκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Στην ελληνική πραγματικότητα, οι μισθοί έχουν υποστεί σημαντική συμπίεση μετά το 2010, χωρίς να καταγραφεί αντίστοιχη άνοδος στην παραγωγικότητα. Αυτό καταδεικνύει ότι η μείωση του κόστους εργασίας από μόνη της δεν επαρκεί για να ενισχυθεί η παραγωγικότητα, αν δεν υπάρξουν επενδύσεις, καινοτομία και ένα σταθερό θεσμικό περιβάλλον. Η προσέγγιση που επιμένει σε χαμηλούς μισθούς ως «όπλο» ανταγωνιστικότητας εγκλωβίζει τη χώρα σε ένα φαύλο κύκλο χαμηλών προσδοκιών και χαμηλής ανάπτυξης.

Παράλληλα, πρέπει να επισημανθεί ποιοι πραγματικά ωφελούνται από τη διατήρηση χαμηλών μισθών. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα όσες δραστηριοποιούνται σε κλάδους έντασης εργασίας ή έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό, αξιοποιούν το χαμηλό εργατικό κόστος για να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους και την ανταγωνιστικότητά τους διεθνώς. Αντίθετα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που  αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, πλήττονται μακροπρόθεσμα από την περιορισμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Έτσι, ενώ ενδεχομένως βραχυπρόθεσμα επωφελούνται από χαμηλότερες δαπάνες προσωπικού, στην πράξη χάνουν έσοδα λόγω χαμηλής κατανάλωσης. Ουσιαστικά, η στρατηγική των χαμηλών μισθών ενισχύει τη συγκέντρωση ισχύος στις μεγάλες εταιρείες και αποδυναμώνει τις μικρομεσαίες, οδηγώντας σε μεγαλύτερη ανισότητα και συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς.

Η σχέση μισθών και παραγωγικότητας δεν είναι μονοσήμαντη αλλά αλληλεξαρτώμενη. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η αύξηση των μισθών μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να λειτουργήσει ως μοχλός βελτίωσης της παραγωγικότητας. Η θεωρία των “αποδοτικών μισθών” (efficiency wages) υποστηρίζει ότι υψηλότερες αμοιβές ενισχύουν τα κίνητρα των εργαζομένων, μειώνουν την κινητικότητα προσωπικού και προσελκύουν πιο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, οδηγώντας σε υψηλότερη απόδοση. Παράλληλα, η αύξηση μισθών πιέζει τις επιχειρήσεις να επενδύσουν σε καινοτομία και τεχνολογίες που ενισχύουν την παραγωγικότητα. Η ελληνική εμπειρία καταδεικνύει ότι η μονομερής συμπίεση μισθών την περίοδο της κρίσης δεν συνοδεύτηκε από βελτίωση της παραγωγικότητας, καθώς απουσίασαν οι αναγκαίες επενδύσεις και η αναβάθμιση δεξιοτήτων. Συνεπώς, η αύξηση μισθών μπορεί να αποδειχθεί παραγωγική στρατηγική, εφόσον συνδυάζεται με πολιτικές ενίσχυσης της καινοτομίας και της εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού.

Η Δεκαπενταετής εμπειρία της Ελλάδας από την περίοδο της οικονομικής κρίσης έως σήμερα  δείχνει ότι η μείωση των μισθών δεν οδηγεί αυτομάτως σε αύξηση της παραγωγικότητας. Αντιθέτως, η πολιτική εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόστηκε από το 2010 και μετά, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω της συμπίεσης του κόστους εργασίας, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος το 2018, η πτώση των μισθών οδήγησε σε μείωση της εσωτερικής ζήτησης, με αρνητικές συνέπειες για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την απασχόληση, χωρίς όμως να υπάρξει ουσιαστική αύξηση στην παραγωγικότητα. Αντίθετα, χώρες που διατήρησαν σχετικά υψηλότερους μισθούς και επένδυσαν σε νέες τεχνολογίες και στη βελτίωση δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, κατάφεραν να συνδυάσουν την ανταγωνιστικότητα με συνεχή άνοδο της παραγωγικότητας. Αυτό καταδεικνύει ότι η απλή συμπίεση του κόστους εργασίας δεν αποτελεί βιώσιμη στρατηγική.

Συνολικά, η άποψη ότι οι μισθοί πρέπει να παραμένουν στάσιμοι μέχρι να υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας είναι κοντόφθαλμη και αναπαράγει ένα μοντέλο χαμηλής ανάπτυξης. Η αύξηση μισθών δεν είναι απλώς κοινωνικό αίτημα, αλλά και οικονομικό εργαλείο για την τόνωση της ζήτησης, τη βελτίωση των κινήτρων των εργαζομένων και την ώθηση προς έναν κύκλο καινοτομίας και επενδύσεων. Επομένως, αντί για εμμονή στη διατήρηση χαμηλών αμοιβών η οποία δεν απέδωσε καρπούς, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στραφεί σε έναν πιο ισορροπημένο συνδυασμό: ενίσχυση μισθών, επενδύσεις σε τεχνολογία και δεξιότητες, και στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Μόνο έτσι η Ελλάδα μπορεί να ξεφύγει από το αδιέξοδο της στασιμότητας και να οικοδομήσει ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα συνδυάζει κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομική αποτελεσματικότητα.

Χασκής Χρήστος 
Πτυχιούχος Διοίκησης Επιχειρήσεων πτυχιούχος Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών 
Κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου Δημόσιας Διοίκησης 

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Δημογραφική συρρίκνωση και εκπαίδευση: οι κοινωνικές συνέπειες των κλειστών σχολείων

 


Λίγες μέρες πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς και σε 38 σχολεία στην Ήπειρο οι πόρτες θα μείνουν κλειστές λόγω ανεπαρκούς αριθμού μαθητών. Συνολικά 102 σχολεία έχουν αναστείλει την λειτουργία τους την τελευταία πενταετία. Η εικόνα αυτή αποτυπώνει με ενάργεια το βάθος του δημογραφικού προβλήματος. 

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή δημογραφική κρίση, η οποία έχει πλέον πολύ σαφή επίπτωση στην εκπαίδευση. Για το σχολικό έτος 2025–2026, 721 από τις συνολικά 13.478 σχολικές μονάδες σε όλη τη χώρα θα αναστείλουν την λειτουργία τους λόγω ανεπαρκούς εγγραφής μαθητών. Το αρνητικό αυτό ρεκόρ αντιστοιχεί σε περισσότερες από 150.000 λιγότερους μαθητές σε σχέση με το σχολικό έτος 2018–2019 (πτώση του μαθητικού πληθυσμού κατά 19% σε μια πενταετία). Αυτή η κατάσταση, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εκπαιδευτικός Armageddon», επηρεάζει ακόμη και αστικές περιοχές όπως η Αττική, όπου δεκάδες σχολεία θα αναστείλουν την λειτουργία τους. Το κλείσιμο των σχολικών μονάδων υποχρεώνει τους μαθητές, ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες περιοχές, να διανύουν δεκάδες χιλιόμετρα ημερησίως για να φτάσουν στο σχολείο τους.

Το δημογραφικό ζήτημα αναδεικνύεται σήμερα ως μια από τις σοβαρότερες προκλήσεις για την Ελλάδα. Η συστηματική μείωση των γεννήσεων, σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού και τη μετανάστευση νέων στο εξωτερικό, οδηγεί σε βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται με ιδιαίτερη ένταση στην περιφέρεια, όπου πολλά σχολεία κλείνουν λόγω έλλειψης ή μείωσης μαθητών. Το κλείσιμο των σχολείων, όμως, δεν αποτελεί απλώς σύμπτωμα της πληθυσμιακής συρρίκνωσης· λειτουργεί ως καταλύτης ενός φαύλου κύκλου που οδηγεί σε περαιτέρω αποδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών.

Η θεωρία της κυκλικής και σωρευτικής αιτιότητας του Myrdal, εξηγεί με σαφήνεια αυτή τη δυναμική: όταν ένας αρνητικός παράγοντας (όπως η μείωση των γεννήσεων) ενισχύεται από παρεπόμενες συνέπειες (π.χ. το κλείσιμο σχολείων), τότε παράγεται ένας βρόχος που τροφοδοτεί συνεχώς την αρχική αιτία. Η έλλειψη σχολείων οδηγεί σε μείωση της ελκυστικότητας μιας περιοχής για νέες οικογένειες, οι οποίες επιλέγουν να εγκατασταθούν αλλού, με αποτέλεσμα η πληθυσμιακή συρρίκνωση να επιταχύνεται. Αυτός ο μηχανισμός δημιουργεί έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο καθώς οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται στην εκπαίδευση· αφορούν την οικονομική ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα της περιφέρειας. 

Η σημερινή ένταση του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν μετά το 2010 για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Η αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή περιέκοψε δραστικά τις δημόσιες δαπάνες για κοινωνική πρόνοια, εκπαίδευση και στήριξη οικογενειών. Η απουσία αντικυκλικών πολιτικών ενίσχυσε την ανεργία και την εργασιακή ανασφάλεια, ιδιαίτερα στους νέους, με αποτέλεσμα πολλοί να καθυστερήσουν ή να αποθαρρυνθούν από τη δημιουργία οικογένειας, ενώ χιλιάδες μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Έτσι, οι ίδιες πολιτικές που στόχευαν στη «διάσωση» της οικονομίας συνέβαλαν στη διεύρυνση του δημογραφικού κενού, το οποίο σήμερα μετατρέπεται σε μία από τις σοβαρότερες απειλές για τη βιωσιμότητα της χώρας. Δεκαπέντε χρόνια μετά, οι μισθοί υπολείπονται κατά πολύ του μ.ο. των μισθών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το παραπάνω σε συνδυασμό με τις  ακριβές τιμές βασικών αγαθών και την εκτίναξη του κόστους στέγασης φέρουν τους Έλληνες στην προτελευταία θέση από άποψη αγοραστικής δύναμης στην ΕΕ και εντείνουν το πρόβλημα. 

Σύμφωνα με την κεϋνσιανή λογική, η δημόσια παρέμβαση μπορεί να παίξει ρόλο στην ανάσχεση αυτής της τάσης, είτε μέσω στήριξης σχολικών δομών, είτε μέσω στοχευμένων κοινωνικών πολιτικών για νέες οικογένειες. Αντιθέτως, η αυστηρή λογική της δημοσιονομικής πειθαρχίας, που αντιμετωπίζει τα σχολεία αποκλειστικά με όρους κόστους-οφέλους ενισχύει την πληθυσμιακή αποψίλωση. 

Το δημογραφικό δεν είναι απλώς κοινωνικό πρόβλημα· είναι ζήτημα οικονομικής βιωσιμότητας και κοινωνικής ισορροπίας. Αν δεν υπάρξει στρατηγική παρέμβαση, η μείωση του πληθυσμού στην περιφέρεια θα οδηγήσει σε ερημοποίηση περιοχών, απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου και συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Η ιστορική εμπειρία από την ελληνική κρίση δείχνει ότι οι πολιτικές που αγνοούν τις κοινωνικές διαστάσεις οδηγούν σε αδιέξοδο. Στην περίπτωση του δημογραφικού, η λύση δεν μπορεί να είναι η προσαρμογή στη μείωση, αλλά η ανατροπή του φαύλου κύκλου μέσω ενεργητικών πολιτικών: στήριξη οικογενειών, διατήρηση σχολικών και υγειονομικών υποδομών στην περιφέρεια, κίνητρα για νέους να παραμείνουν ή να επιστρέψουν.

Η Ελλάδα στερείται ενός συνεκτικού δημογραφικού σχεδίου, με αποτέλεσμα τα μέτρα που λαμβάνονται να είναι αποσπασματικά και συχνά αναποτελεσματικά. Η πρόκληση για την Ελλάδα είναι να υιοθετήσει ένα νέο οικονομικό και αναπτυξιακό μοντέλο, όπου οι κοινωνικές πολιτικές δεν θα θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας, αλλά κεντρικό εργαλείο ανάπτυξης. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημα όχι ως μοιραία εξέλιξη, αλλά ως πεδίο άσκησης δημιουργικής και βιώσιμης αναπτυξιακής πολιτικής.

Χασκής Χρήστος                                      Πτυχιούχος Διοίκησης Επιχειρήσεων                  Πτυχιούχος Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών                                                  Κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου Δημόσιας Διοίκησης