Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

Οι χαμηλοί μισθοί καθηλώνουν την παραγωγικότητα

 



Οι πρόσφατες δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κου Στουρνάρα, ότι δεν πρέπει να υπάρξει αύξηση μισθών χωρίς αντίκρισμα στην παραγωγικότητα, αναδεικνύουν μια προσέγγιση που στηρίζεται σε μια περιοριστική αντίληψη για τη σχέση μισθών και ανάπτυξης. Η θέση αυτή φαίνεται να αγνοεί ότι η οικονομία δεν λειτουργεί μόνο με βάση τη μείωση κόστους, αλλά και με την τόνωση της ζήτησης, την ενίσχυση των κινήτρων των εργαζομένων και την τροφοδότηση ενός κύκλου ανάπτυξης που προκύπτει όταν οι μισθοί είναι σε επίπεδα που εξασφαλίζουν αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Η προσέγγιση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος εστιάζει μονομερώς στη συγκράτηση των μισθών, σαν να αποτελούν αυτοτελή απειλή για την ανταγωνιστικότητα, παραβλέποντας ότι σε χώρες με υψηλούς μισθούς και ισχυρή παραγωγικότητα, όπως η Γερμανία ή οι σκανδιναβικές οικονομίες, η σχέση είναι θετική και όχι ανταγωνιστική.

Η λογική ότι οι μισθοί πρέπει να ακολουθούν την παραγωγικότητα συχνά λειτουργεί μονόπλευρα: όταν η παραγωγικότητα αυξάνεται, οι μισθοί δεν αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό· όταν όμως οι μισθοί πιέζονται, αυτό προβάλλεται ως αναγκαία συνθήκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Στην ελληνική πραγματικότητα, οι μισθοί έχουν υποστεί σημαντική συμπίεση μετά το 2010, χωρίς να καταγραφεί αντίστοιχη άνοδος στην παραγωγικότητα. Αυτό καταδεικνύει ότι η μείωση του κόστους εργασίας από μόνη της δεν επαρκεί για να ενισχυθεί η παραγωγικότητα, αν δεν υπάρξουν επενδύσεις, καινοτομία και ένα σταθερό θεσμικό περιβάλλον. Η προσέγγιση που επιμένει σε χαμηλούς μισθούς ως «όπλο» ανταγωνιστικότητας εγκλωβίζει τη χώρα σε ένα φαύλο κύκλο χαμηλών προσδοκιών και χαμηλής ανάπτυξης.

Παράλληλα, πρέπει να επισημανθεί ποιοι πραγματικά ωφελούνται από τη διατήρηση χαμηλών μισθών. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα όσες δραστηριοποιούνται σε κλάδους έντασης εργασίας ή έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό, αξιοποιούν το χαμηλό εργατικό κόστος για να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους και την ανταγωνιστικότητά τους διεθνώς. Αντίθετα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που  αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, πλήττονται μακροπρόθεσμα από την περιορισμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Έτσι, ενώ ενδεχομένως βραχυπρόθεσμα επωφελούνται από χαμηλότερες δαπάνες προσωπικού, στην πράξη χάνουν έσοδα λόγω χαμηλής κατανάλωσης. Ουσιαστικά, η στρατηγική των χαμηλών μισθών ενισχύει τη συγκέντρωση ισχύος στις μεγάλες εταιρείες και αποδυναμώνει τις μικρομεσαίες, οδηγώντας σε μεγαλύτερη ανισότητα και συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς.

Η σχέση μισθών και παραγωγικότητας δεν είναι μονοσήμαντη αλλά αλληλεξαρτώμενη. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η αύξηση των μισθών μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να λειτουργήσει ως μοχλός βελτίωσης της παραγωγικότητας. Η θεωρία των “αποδοτικών μισθών” (efficiency wages) υποστηρίζει ότι υψηλότερες αμοιβές ενισχύουν τα κίνητρα των εργαζομένων, μειώνουν την κινητικότητα προσωπικού και προσελκύουν πιο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, οδηγώντας σε υψηλότερη απόδοση. Παράλληλα, η αύξηση μισθών πιέζει τις επιχειρήσεις να επενδύσουν σε καινοτομία και τεχνολογίες που ενισχύουν την παραγωγικότητα. Η ελληνική εμπειρία καταδεικνύει ότι η μονομερής συμπίεση μισθών την περίοδο της κρίσης δεν συνοδεύτηκε από βελτίωση της παραγωγικότητας, καθώς απουσίασαν οι αναγκαίες επενδύσεις και η αναβάθμιση δεξιοτήτων. Συνεπώς, η αύξηση μισθών μπορεί να αποδειχθεί παραγωγική στρατηγική, εφόσον συνδυάζεται με πολιτικές ενίσχυσης της καινοτομίας και της εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού.

Η Δεκαπενταετής εμπειρία της Ελλάδας από την περίοδο της οικονομικής κρίσης έως σήμερα  δείχνει ότι η μείωση των μισθών δεν οδηγεί αυτομάτως σε αύξηση της παραγωγικότητας. Αντιθέτως, η πολιτική εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόστηκε από το 2010 και μετά, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω της συμπίεσης του κόστους εργασίας, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος το 2018, η πτώση των μισθών οδήγησε σε μείωση της εσωτερικής ζήτησης, με αρνητικές συνέπειες για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την απασχόληση, χωρίς όμως να υπάρξει ουσιαστική αύξηση στην παραγωγικότητα. Αντίθετα, χώρες που διατήρησαν σχετικά υψηλότερους μισθούς και επένδυσαν σε νέες τεχνολογίες και στη βελτίωση δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, κατάφεραν να συνδυάσουν την ανταγωνιστικότητα με συνεχή άνοδο της παραγωγικότητας. Αυτό καταδεικνύει ότι η απλή συμπίεση του κόστους εργασίας δεν αποτελεί βιώσιμη στρατηγική.

Συνολικά, η άποψη ότι οι μισθοί πρέπει να παραμένουν στάσιμοι μέχρι να υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας είναι κοντόφθαλμη και αναπαράγει ένα μοντέλο χαμηλής ανάπτυξης. Η αύξηση μισθών δεν είναι απλώς κοινωνικό αίτημα, αλλά και οικονομικό εργαλείο για την τόνωση της ζήτησης, τη βελτίωση των κινήτρων των εργαζομένων και την ώθηση προς έναν κύκλο καινοτομίας και επενδύσεων. Επομένως, αντί για εμμονή στη διατήρηση χαμηλών αμοιβών η οποία δεν απέδωσε καρπούς, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στραφεί σε έναν πιο ισορροπημένο συνδυασμό: ενίσχυση μισθών, επενδύσεις σε τεχνολογία και δεξιότητες, και στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Μόνο έτσι η Ελλάδα μπορεί να ξεφύγει από το αδιέξοδο της στασιμότητας και να οικοδομήσει ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα συνδυάζει κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομική αποτελεσματικότητα.

Χασκής Χρήστος 
Πτυχιούχος Διοίκησης Επιχειρήσεων πτυχιούχος Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών 
Κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου Δημόσιας Διοίκησης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιο σας εδώ!