Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Ἀσκητές μέσα στον κόσμο"... - Κέτη Πατέρα

 


Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη συ­νερ­γά­τις τοῦ π. Πα­ϊ­σί­ου στίς ὁμά­δες ἀ­γά­πης και εκείνη επίσης που επαινούσε ο γνήσιος εργάτης του Χριστού, π. Ιωάννης Ρωμανίδης...

Διαβάζοντας αυτά τα λίγα που ακολουθούν, καταλαβαίνει κανείς πως αυτό το "πλουσιοκόριτσο" έφτασε σε τέτοια "μέτρα", που δεν είναι απίθανο σε λίγα χρόνια να μη διαβάζουμε την βιογραφία της, αλλά το συναξάρι της 

Ὁ Μι­χα­ήλ Πα­τέ­ρας καί ἡ σύ­ζυ­γός του Ἑ­λέ­νη, κά­τοι­κοι Κο­νί­τσης, τό ἔ­τος 1921 ἀ­πέ­κτη­σαν τό τε­λευ­ταῖ­ο τους παι­δί πού στήν βά­πτι­ση ὠ­νο­μά­σθη­κε Μα­ρί­να–Ἐρ­ρι­κέ­τη. Οἱ γο­νεῖς της ἦ­ταν πι­στοί, θε­ο­φο­βού­με­νοι καί ἀρ­κε­τά εὐ­κα­τά­στα­τοι, μέ σπί­τια, κτή­μα­τα πολ­λά καί χρή­μα­τα ἀ­πό τό ἐμ­πό­ριο πού ἔ­κα­νε ὁ πα­τέ­ρας της.

Ἡ μι­κρή Μα­ρί­να–Ἐρ­ρι­κέ­τη, πού ὅ­λοι τήν φώ­να­ζαν Κέ­τη, με­γά­λω­σε μέ ἄ­νε­ση καί τε­λεί­ω­σε τό Γυ­μνά­σιο. 

Δι­δά­χθη­κε ἀ­πό μι­κρή τήν πα­τρο­πα­ρά­δο­τη εὐ­λά­βεια, ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια εἶ­χε ἔμ­φυ­τη ἀ­γά­πη πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α. 

«Ἀ­πό μι­κρή πού ἔ­νι­ω­σα τόν κό­σμο», ἀ­νέ­φε­ρε ἡ ἴ­δια, «ἀ­γά­πη­σα πο­λύ τήν θεί­α Λει­τουρ­γία καί τίς ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». 

Ὅ­ταν ἦταν στό Δη­μο­τι­κό, μιά μέ­ρα ἀ­πό μό­νη της ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό σχο­λεῖ­ο, πῆ­γε στήν Ἐκ­κλη­σί­α στήν ἑ­ορ­τή τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου καί κοι­νώ­νη­σε. Ὅταν ἐ­πέ­στρε­ψε ὁ δά­σκα­λος τήν ρώ­τη­σε ποῦ ἦ­ταν καί τήν ἔ­δει­ρε.

Ὅ­ταν με­τά τήν κα­τάρ­ρευ­ση τοῦ ἀλ­βα­νι­κοῦ Με­τώ­που ἦρ­θαν οἱ Ἰ­τα­λοί στήν Κό­νι­τσα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι Κο­νι­τσι­ῶ­τες κρύ­φτη­καν στά βου­νά. 

Ἡ Κέ­τη πα­ρέ­μει­νε κον­τά στούς φι­λά­σθε­νους γο­νεῖς της καί στήν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη για­γιά της. 

Αἰχ­μα­λω­τί­σθη­καν ἀπό τούς Ἰτα­λούς καί με­τα­φέρ­θη­καν στό Μπά­ρι τῆς Ἰτα­λί­ας. 

Ἡ Κέ­τη πῆ­ρε μα­ζί της σ᾿ ἕ­να κα­λα­θά­κι Με­γά­λο Ἁ­για­σμό, τήν Σύ­νο­ψη καί εἰ­κό­νες. 

Μέ­σα στό πλοῖ­ο τους πού ἔ­φθα­σε ἀ­σφα­λές στήν Ἰ­τα­λί­α, ἐ­νῶ πολ­λά εἶ­χαν τορ­πι­λιθῆ, ἡ Κέ­τη πα­ρα­κι­νοῦ­σε τούς συ­ναιχ­μα­λώ­τους νά προ­σεύ­χων­ται. Οἱ ἄλ­λοι τήν κο­ρό­ϊ­δευ­αν καί τήν εἰ­ρω­νεύ­ον­ταν ἀλ­λά με­τά ζη­τοῦ­σαν νά προ­σεύ­χε­ται γι᾿ αὐ­τούς. Μαζί τους ἦ­ταν μιά ἑ­τοι­μό­γεν­νη, ἀ­νή­συ­χη γιά τόν ἐ­πι­κεί­με­νο το­κε­τό της. 

Ἡ Κέ­τη τήν συμ­πό­νε­σε καί γιά νά τήν βο­η­θή­ση, ἔ­βα­λε μιά...

εἰ­κό­να σ᾿ ἕ­να τρα­πε­ζά­κι, πῆ­ρε ἕ­να κύ­πελ­λο, μιά φουρ­κέ­τα ἀ­πό τά μαλ­λιά της τήν ἔ­κα­νε κα­ντη­λή­θρα, ἔ­στρι­ψε λί­γο βαμ­βά­κι, τό ἔ­κα­νε φυ­τί­λι, ἄ­να­ψε κα­ντή­λι κά­νο­ντας με­τά­νοι­ες καί προ­σευ­χή­θη­κε. 

Ἡ γυ­ναῖ­κα γέν­νη­σε ἀλ­λά δέν εἶ­χε γά­λα. Ἡ Κέ­τη ἔ­δω­σε στό βρέ­φος ἁ­για­σμό, μέ τήν με­σο­λά­βη­σή της δέ τούς ἔ­δω­σαν τρο­φή καί τό παι­δί ἔ­ζη­σε. Ἕ­νας Ἰ­τα­λός Ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός βλέ­πον­τας τό κα­ντή­λι ρώ­τη­σε: 

«Ποι­ός τό ἔ­κα­νε αὐ­τό;». «Ἐ­γώ», ἀ­πάν­τη­σε μέ θάρ­ρος ἡ Κέ­τη. Τῆς εἶ­πε νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση καί τήν ὡ­δή­γη­σε σέ μιά ἀ­πο­θή­κη. Εἶχε δο­χεῖ­α μέ λά­δι. «Ὅ­ταν χρει­ά­ζε­σαι λά­δι νἄρ­χε­σαι νά παίρ­νης ἀ­πό δῶ», τῆς εἶ­πε. 

Ἡ Κέ­τη ἦ­ταν νέ­α 22 ἐ­τῶν καί φο­βό­ταν γιά τήν ἠ­θι­κή της ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα. 

Ἔ­λε­γε: «Ἄν ὑ­πο­ψι­α­ζό­μουν κά­τι θά ἔ­πε­φτα νά πνι­γῶ στήν θά­λασ­σα».

Ἦ­ταν Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή καί τούς ἔ­δι­ναν ἀρ­τύ­σι­μα φα­γη­τά, ἀλ­λά ἡ Κέ­τη δέν ἔ­τρω­γε τί­πο­τε πα­ρά μό­νο ψω­μί. 

Νή­στευ­ε γιά νά κοι­νω­νή­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ. 

Οἱ ἄλ­λοι τήν εἰ­ρω­νεύ­ον­ταν. 

«Πῶς θά κοι­νω­νή­σεις τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ;» 

καί αὐ­τή μέ βε­βαι­ό­τη­τα τούς ἔ­λε­γε ὅ­τι μέ­χρι τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ θά γυ­ρί­σου­με στήν Ἑλ­λά­δα. 

Καί ὄν­τως ἔ­γι­νε ἀνταλ­λα­γή αἰχ­μα­λώ­των πρίν ἀπό τόν Εὐ­αγ­γε­λι­σμό καί ἡ Κέ­τη κοι­νώ­νη­σε τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων.

Ἐπι­στρέ­φο­ντας ἀ­πό τήν ὁ­μη­ρί­α της ἡ Κέ­τη ἐρ­γα­ζό­ταν στό Πρε­βαν­τό­ριο Κο­νί­τσης ἐ­θε­λον­τι­κά. Φι­λο­ξε­νοῦ­σαν τό­τε 200–250 παι­διά κα­το­χι­κά. 

Ἡ ἐν­τε­ταλ­μέ­νη τῆς βα­σί­λισ­σας Φρει­δε­ρί­κης, Ἀ­μα­λί­α Λυ­κου­ρέ­ζου, ζή­τη­σε ἀ­πό τόν Δή­μαρ­χο Κο­νί­τσης κο­ρί­τσια ἀ­πό κα­λές οἰ­κο­γέ­νει­ες γιά νά βο­η­θή­σουν. 

Ἀ­πό τίς πρῶ­τες ἦταν καί ἡ Κέ­τη. 

Ζή­τη­σε ἀ­πό τήν ὑ­πεύ­θυ­νη ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἐρ­γα­σί­α ἀρ­κεῖ τήν Κυ­ρια­κή νά εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρη νά πά­η στήν Ἐκ­κλη­σί­α. 

Τῆς ἔ­φε­ραν ἀντίρ­ρη­ση ἀλ­λά δέν ὑ­πά­κου­σε.

Ξη­με­ρώ­νον­τας Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1947 οἱ συμ­μο­ρί­τες χτύ­πη­σαν τήν κά­τω Κό­νι­τσα καί τήν κα­τέ­λα­βαν. 

Ὅ­λη τή νύ­χτα γί­νον­ταν ὁ­δο­μα­χί­ες φο­βε­ρές. Στό Πρε­βα­ντό­ριο κα­τέ­βα­σαν τά παι­διά στό ἰ­σό­γειο.  

Ἡ Κέ­τη τούς εἶ­πε νά γο­να­τί­σουν καί νά ψάλ­λουν συ­νέ­χεια τήν Πα­ρά­κλη­ση. 

Μέσα στόν κίν­δυ­νο προ­σεύ­χον­ταν καί ὅ­σοι πρίν δέν πί­στευ­αν. 

Κά­ποια στιγ­μή ἡ Κέ­τη ἄ­κου­σε δύ­ο ἀν­τάρ­τες ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα νά συ­νο­μι­λοῦν. Ὁ ἕ­νας ἤ­θε­λε νά ἀ­νοί­ξουν νά πά­ρουν τά παι­διά, ὁ ἄλ­λος εἶ­πε: 

«Τί νά τά κά­νου­με μέ­σα στή νύ­χτα μέ τέ­τοι­ο κρύ­ο; Τήν Κό­νι­τσα τήν πή­ρα­με, ἄ­φη­σε νά ξη­με­ρώ­ση».

Τό πρωΐ τῆς Πρω­το­χρο­νιᾶς τοῦ 1948 πού ἡ Κό­νι­τσα κα­τα­λή­φθη­κε ἀ­πό τόν Ἐ­θνι­κό Στρα­τό, ἡ Κέ­τη ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα καί βρῆ­κε τούς δύ­ο ἀν­τάρ­τες σκο­τω­μέ­νους. Ὅ­ταν ἡ βα­σί­λισ­σα πα­ρα­ση­μο­φό­ρη­σε τό προ­σω­πι­κό τοῦ Πρε­βαν­το­ρί­ου, ἡ μό­νη πού ἀπέ­φυ­γε καί δέν πῆ­ρε πα­ρά­ση­μο ἦ­ταν ἐ­κεί­νη.

Ἀ­κό­ρε­στη λά­τρις τοῦ Κυ­ρί­ου

Ἡ φι­λό­θε­η Κέ­τη δέν ἤ­θε­λε καμ­μιά μέ­ρα τοῦ χρό­νου νά χά­ση Ἑ­σπε­ρι­νό καί θεί­α Λει­τουρ­γί­α. 

Ἡ μό­νι­μη προ­σπά­θειά της ἦ­ταν νά βρῆ σέ ποι­ά Ἐκ­κλη­σί­α γί­νε­ται θεί­α Λει­τουρ­γί­α γιά νά τρέ­ξη νά τήν ἀ­πο­λαύ­ση. Δέν ἐ­φεί­δε­το κό­που καί χρό­νου, θυ­σί­α­ζε τόν ὕ­πνο της, δι­ή­νυ­ε με­γά­λες ἀπο­στά­σεις, ἀρ­κεῖ νά μή χά­ση τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α.

Στήν Κό­νι­τσα ἔ­φευ­γε νύ­χτα ἀ­πό τήν ἐρ­γα­σί­α της, πή­γαι­νε νά λει­τουρ­γη­θῆ καί τό πρωΐ ἐ­πέ­στρε­φε. Οἱ πα­ρα­τη­ρή­σεις τῶν ὑ­πευ­θύ­νων δέν τήν ἀ­νέ­κο­ψαν. 

Ἦ­ταν κα­λή στήν δου­λειά της καί ἀ­γα­ποῦ­σε τά παι­διά. Γι᾿ αὐ­τό καί ἀ­νέ­χθη­καν αὐ­τήν τήν θε­ο­φι­λῆ “­ἰ­δι­ο­τρο­πί­α­” της. 

Μιά νύ­χτα πη­γαί­νον­τας ὡς συ­νή­θως γιά νά βρῆ Λει­τουρ­γί­α, πέ­ρα­σε μέ­σα ἀ­πό ναρ­κο­πέ­διο, ἀλ­λά τήν φύ­λα­ξε ὁ Θε­ός. 

Πέ­ρα­σε πά­νω ἀ­πό τίς νάρ­κες καί δέν ἔ­σκα­σε καμ­μιά.

Τό 1950 πού λει­τούρ­γη­σε ἡ παι­δό­πο­λη στόν Ζη­ρό, προσ­λή­φθη­κε καί ἡ Κέ­τη ὡς νο­σο­κό­μα. 

Συ­νά­δελ­φός της στήν παι­δό­πο­λη θυ­μᾶ­ται: «Ὅταν τήν πρω­το­εῖ­δα, μέ ἐν­τυ­πω­σί­α­σε ἡ φαι­δρό­τη­τα τοῦ προ­σώ­που της, τό χιοῦ­μορ καί τό γλυ­κό–ἀ­θῶ­ο της χα­μό­γε­λο. Στό πρό­γραμ­μα, κα­τά τήν δι­κή μας κο­σμι­κή ἀν­τί­λη­ψη, δέν ἦ­ταν συ­νε­πής. Ἀ­πό τό ἀ­ναρ­ρω­τή­ριο τήν με­τέ­θε­σαν στήν ἱ­μα­τι­ο­θή­κη ὡς γα­ζώ­τρια, ἐπει­δή ἀ­που­σί­α­ζε ἀρ­κε­τό χρό­νο τίς νύ­χτες.

»Στήν παι­δό­πο­λη ἔ­παιρ­νε τά παι­διά στό ἀ­να­λό­γιο καί τά μά­θαι­νε νά ψέλ­νουν. Πε­ρι­ποι­ό­ταν τήν Ἐκ­κλη­σί­α, φρόν­τι­ζε γιά ἱ­ε­ρέ­α καί ἡ μό­νη ἄ­νε­ση πού ἔ­δι­νε στόν ἑ­αυ­τό της ἦ­ταν πού πή­γαι­νε μέ τό τζίπ νά φέ­ρουν τόν ἱ­ε­ρέ­α τήν Κυ­ρια­κή γιά νά λει­τουρ­γή­ση».

Πρῶ­το μέ­λη­μά της ἦ­ταν νά γνω­ρί­ση τούς ἱε­ρεῖς τῶν γει­το­νι­κῶν χω­ρι­ῶν γιά νά ἐ­ξα­σφα­λί­ση τήν κα­θη­με­ρι­νή της Λει­τουρ­γί­α. 

Πή­γαι­νε στήν Πα­ντά­νασ­σα. Περ­νοῦ­σε τόν πο­τα­μό Λοῦ­ρο πά­νω σ᾿ ἕ­να μο­νό­ξυ­λο μέ δύ­ο τεν­τω­μέ­να συρ­μα­τό­σχοι­να κά­θε νύ­χτα ὅ­λο τόν χει­μῶ­να καί ἦ­ταν φορ­τω­μέ­νη μέ τσάν­τες τρό­φι­μα γιά τούς φτω­χούς. 

Πάν­τα εἶ­χε μα­ζί της πρό­σφο­ρο μή­πως δέν ἔ­χει ὁ πα­πᾶς.

Ἄλ­λο­τε εἶ­χε κα­τε­βά­σει ἕ­να πο­τά­μι, δέν ὑ­πῆρ­χε γέ­φυ­ρα καί γιά νά μή χά­ση τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α τήν πέ­ρα­σε στήν πλά­τη του κά­ποιος γέ­ρος βο­σκός. 

Περ­πα­τοῦ­σε πο­λύ, μᾶλ­λον πε­τοῦ­σε, καί πή­γαι­νε μέ­σα ἀ­πό δύ­σβα­τους τό­πους. Κά­πο­τε περ­νώ­ντας κο­ντά ἀ­πό ἕνα μαντρί, τήν ἀν­τι­λή­φθη­καν τά σκυ­λιά καί ὥρ­μη­σαν νά τήν φᾶ­νε. «Πρό­λα­βα», εἶ­πε, «καί κά­θη­σα κά­τω καί τά σκυ­λιά ἀ­μέ­σως γύ­ρι­σαν πί­σω». 

Ἄλ­λη φο­ρά συ­νάν­τη­σε νύ­χτα μιά ἀρ­κού­δα, τήν ἔφε­ξε στά μά­τια μέ τό φα­κό πού εἶ­χε μα­ζί της καί τό ζῶ­ο ἄλ­λα­ξε δρό­μο καί ἔ­φυ­γε.

Οἱ πε­ρι­πέ­τει­ες τῆς Κέ­της γιά τήν κα­θη­με­ρι­νή της Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι πολ­λές. 

Τό­τε δέν εἶχαν τη­λέ­φω­να. Κά­ποι­α μέ­ρα δέν εἰ­δο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό κα­νέ­να γνω­στό της ἱ­ε­ρέ­α γιά Λει­τουρ­γί­α τήν ἑ­πο­μέ­νη. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε ἀ­πό τήν δου­λειά της ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τήν Φι­λιπ­πιά­δα τό ἀ­πό­γευ­μα μέ τά πό­δια, ἀφοῦ πρῶ­τα ρώ­τη­σε ἐ­κεῖ τούς πα­πά­δες, με­τά πῆ­γε στό χω­ριό Καμ­πή, ὕ­στε­ρα στήν Παν­τά­νασ­σα, ἐν συ­νε­χεί­ᾳ στόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο, ἀλλά δέν εἶ­χαν Λει­τουρ­γί­α, συ­νά­μα καί νύ­χτω­σε. 

Φεύ­γει γιά τό Κε­ρά­σο­βο, πάν­τα μέ τά πό­δια. Ἐ­κεῖ βρῆ­κε τόν πα­πᾶ πού θά λει­τουρ­γοῦ­σε τήν ἄλ­λη μέ­ρα, ἀλ­λά δέν ἔ­μει­νε γιατί τοῦ πα­πᾶ τοῦ πο­νοῦ­σε τό δόν­τι˙ ἡ Κέ­τη φο­βή­θη­κε μή­πως δέν μπο­ρέ­ση ἀ­πό τόν πο­νό­δον­το νά λει­τουρ­γή­ση καί ἔ­φυ­γε γιά τήν Βού­λι­στα Πα­να­γί­α. Πη­γαί­νον­τας γιά τήν πά­νω Βού­λι­στα μέ τήν ἀ­δελ­φή τοῦ πα­πᾶ, ἔ­πε­σε σέ ἕ­να λάκ­κο μέ ἀ­σβέ­στη μέ­χρι τά γό­να­τα. Πλύ­θη­κε καί πῆ­γε στήν Λει­τουρ­γί­α. Ἀπό τό ἀ­πό­γευ­μα πού ξε­κί­νη­σε μέ­χρι τό να­ό πού λει­τουρ­γή­θη­κε δι­ή­νυ­σε ἀ­πό­στα­ση τριά­ντα χι­λι­ο­μέ­τρων.

Στήν Κό­νι­τσα πή­γαι­νε τα­κτι­κά γιά νά βλέ­πη τήν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη μη­τέ­ρα της πού ἔμε­νε μό­νη. Μιά ἡ­μέ­ρα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­νε­βαί­νο­ντας στήν κα­ρέ­κλα νά ἀ­νά­ψη τά καν­τή­λια, ἔ­πε­σε καί ἔ­σπα­σε τό πό­δι της πά­νω ἀ­πό τό γό­να­το. Πῆ­γε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο καί τό τα­κτο­ποί­η­σαν. 

Τῆς εἶ­παν νά μεί­νη ξα­πλω­μέ­νη μέ­χρις ὅ­του γι­α­τρευ­θῆ. Ἀλ­λά ἄν ἔ­με­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο ποῦ θά εὕ­ρι­σκε θεί­α Λει­τουρ­γί­α; 

Γι᾿ αὐ­τό ἔ­φυ­γε κου­τσαί­νον­τας, βρῆ­κε αὐ­το­κί­νη­το καί πῆ­γε στόν ἅγιο Γε­ώρ­γιο Φι­λιπ­πιά­δος στόν γνω­στό της πα­πα–Βα­σί­λη Ζα­λα­κώ­στα, ὅπου ζή­τη­σε νά τήν στρώ­σουν στόν γυ­ναι­κω­νί­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­κεῖ κοι­μή­θη­κε εἴ­κο­σι με­ρό­νυ­χτα καί κά­θε μέ­ρα πή­γαι­ναν οἱ ἱ­ε­ρεῖς καί λει­τουρ­γοῦ­σαν.

Κά­ποι­α φο­ρά τό τζίπ τῆς παι­δο­πό­λε­ως θά πή­γαι­νε στήν Κό­νι­τσα καί θά ἔ­φευ­γε πο­λύ πρωΐ. Θέ­λη­σε νά πά­η καί ἡ Κέ­τη νά δῆ τήν μη­τέ­ρα της. Πῶς ὅ­μως νά φύ­γη χω­ρίς νά λει­τουρ­γη­θῆ; Ξε­κί­νη­σε τά με­σά­νυ­χτα μέ τά πό­δια˙ πῆ­γε καί ξύ­πνη­σε τόν ἱε­ρέ­α. Ἐ­κεῖ­νος δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε για­τί τό ρο­λό­ϊ του ἔ­δει­χνε λί­γες ὧ­ρες με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Ἔ­γι­νε ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί ἀ­κό­μη ἦ­ταν νύ­χτα βα­θειά. Στόν ἱ­ε­ρέ­α πού δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ἡ Κέ­τη ἀ­πάν­τη­σε: «Τί πεί­ρα­ξε; Θέ­λω πρωΐ–πρωΐ νά φύ­γω γιά τήν Κό­νι­τσα».

Μιά χει­μω­νι­ά­τι­κη νύ­χτα ἔ­κα­νε τέ­τοι­α κα­ται­γί­δα πού ξερ­ρί­ζω­νε δέν­τρα. Οὔ­τε καί αὐ­τό στά­θη­κε ἐμ­πό­διο. Πῆ­γε χω­ρίς δι­σταγ­μό νά λει­τουρ­γη­θῆ, ἀλ­λά ἄρ­γη­σε πο­λύ νά ἐ­πι­στρέ­ψη. Ὅ­λο τό προ­σω­πι­κό πε­ρί­με­ναν ἀ­νή­συ­χοι, φο­βό­ταν μή­πως κά­ποι­ο δέν­δρο ἔ­πε­σε πά­νω της. Ἐμ­φα­νί­σθη­κε χα­ρού­με­νη μέ μα­τω­μέ­να πό­δια, ὅ­σο μπο­ροῦ­σαν νά φα­νοῦν κά­τω ἀ­πό τά μα­κρυ­ά της φο­ρέ­μα­τα. Ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι ἡ κα­θυ­στέ­ρη­σή της ὀ­φει­λό­ταν στό ὅ­τι περ­νοῦ­σε πά­νω ἀ­πό τά πε­σμέ­να δέν­δρα πού συ­ναν­τοῦ­σε.

Ἄ­ρα­γε τί νά αἰ­σθα­νό­ταν ἡ Κέ­τη κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α; Θά ἦ­ταν κά­τι πο­λύ δυ­να­τό, ὥ­στε νά ξε­περ­νᾶ ὅ­λους τούς κό­πους καί τίς θυ­σί­ες πού ἔ­κα­νε γιά νά λει­τουρ­γη­θῆ. Ἡ ἴ­δια ἔ­κα­νε καί τόν ψάλ­τη, πλή­ρω­νε τούς ἱ­ε­ρεῖς, κου­βα­λοῦ­σε ὅ­ταν χρει­α­ζό­ταν καί τά βι­βλί­α μα­ζί της.

Ἡ Κέ­τη με­ρι­κές φο­ρές πή­γαι­νε σέ μιά ἀ­γρυ­πνί­α καί τό πρω­ΐ πή­γαι­νε πά­λι νά λει­τουρ­γη­θῆ. Ὅ­ταν ὕ­στε­ρα ἐπι­σκε­πτό­ταν γνω­στό της σπί­τι ἤ­θε­λε νά ἀ­κού­ση καί τρί­τη θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Γο­νά­τι­ζε δί­πλα στό ρα­δι­ό­φω­νο καί ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες ὅ­ταν ἦ­ταν ἡ μνή­μη κά­ποι­ου με­γά­λου Ἁ­γί­ου. 

Δέν τήν πεί­ρα­ζε τό­τε κα­νέ­νας θό­ρυ­βος, δέν ἄ­κου­γε, δέν ἔ­βλε­πε τί­πο­τε. Τό­σο με­γά­λη ἦ­ταν ἡ ἀ­γά­πη της γιά τήν λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ!

Ἀλ­λά καί στό κελ­λί της ἤ στά σπί­τια πού ἐ­φι­λο­ξε­νεῖ­το, ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί με­λε­τοῦ­σε. «Πολ­λά βρά­δια πού ἔ­με­νε στό σπί­τι μας», δι­η­γεῖ­ται γνω­στή της, «ἐ­πέ­με­νε νά μέ­νη στήν κου­ζί­να καί νά κοι­μᾶ­ται σ᾿ ἕ­να στε­νό ντι­βά­νι 40 ἑ­κα­το­στῶν. Πό­σο ξά­πλω­νε κα­νείς δέν τό ἔ­μα­θε. Τό φῶς ὅ­λη τή νύ­χτα ἦ­ταν ἀ­ναμ­μέ­νο. Δι­ά­βα­ζε τόν κα­νό­να τοῦ Ἁ­γί­ου καί Ψαλ­τή­ρι. Με­τά ἀ­πό κά­θε θεί­α Λει­τουρ­γί­α δι­ά­βα­ζε τό Θε­ο­το­κά­ριο καί μοῦ ἔ­λε­γε: “Δέν δι­α­βά­ζεις Θε­ο­το­κά­ριο; Τό­τε τί κά­νεις;”.

Ἦ­ταν τό­σο με­γά­λη ἡ ἀ­γά­πη της στή λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ πού λί­γες μέ­ρες πρίν κοι­μη­θῆ, ἐ­νῶ δέν μπο­ροῦ­σε νά μι­λή­ση, ψι­θύ­ρι­σε: 

“Ἐκ­κλη­σί­α, Ἐκ­κλη­σί­α”.

Κρυφή ἀσκήτρια

Ἡ Κέτη ἦ­ταν μιά λα­ϊ­κή ἀ­σκή­τρια σέ με­γά­λα μέ­τρα. Τόν ἑ­αυ­τό της τόν εἶ­χε πα­ρα­με­λη­μέ­νο καί πα­ρα­πε­τα­μέ­νο. Ἀ­πό τόν μι­σθό της πο­τέ δέν δι­έ­θε­σε οὔ­τε δραχ­μή γιά τόν ἑ­αυ­τό της, γιά ροῦ­χα ἤ γιά φα­γη­τό. Φο­ροῦ­σε, αὐ­τή ἡ πλου­σι­ο­κό­ρη, φτω­χι­κά ροῦ­χα καί πα­πού­τσια πού τῆς ἔ­δι­ναν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη.

Σ᾿ ὅ­λη τήν ζω­ή της δέν χόρ­τα­σε. Ἔτρω­γε λί­γο καί ὄ­χι χορ­τα­στι­κά καί μέ πλη­σμο­νή, για­τί ἤ­θε­λε νά προ­σεύ­χε­ται νη­στι­κή. Πο­τέ δέν μα­γεί­ρευ­ε γιά τόν ἑαυ­τό της, ἀλ­λά καί πο­τέ δέν ἔ­με­νε χω­ρίς φα­γη­τό.

Πή­γαι­νε στήν Χρι­στί­να Ἐζ­νε­πί­δου, ἀ­δελ­φή τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου καί ἐ­πει­δή τῆς εἶ­χε θάρ­ρος τῆς ἔ­λε­γε νά κά­νη λί­γο ζυ­μα­ρι­κό. Ἔ­λε­γε: «Αὐ­τό ε­ἶ­ναι βα­σι­λι­κό φα­γη­τό». Ὅ­σο και­ρό ἦ­ταν στήν παι­δό­πο­λη κα­νείς δέν τήν εἶ­δε στήν τρα­πε­ζα­ρί­α νά τρώ­η μέ τό προ­σω­πι­κό. Μιά γνω­στή της φρόν­τι­ζε τό βρά­δυ πού γύ­ρι­ζε ἡ Κέ­τη νά τῆς ἔ­χη λί­γα χόρ­τα φυ­λαγ­μέ­να ἤ κα­νέ­να νη­στή­σι­μο. Κρέ­ας δέν ἔ­τρω­γε καί με­τά τήν κοί­μη­ση τῆς μη­τέ­ρας της ἀ­πεῖ­χε καί ἀ­πό τά γα­λα­κτε­ρά καί τά αὐ­γά.  

Στή νη­στεία ἦ­ταν ἄφτα­στη, εἶ­χε με­γά­λη ἀν­το­χή. Πολ­λές ἡ­μέ­ρες περ­νοῦ­σε μό­νο μέ τό ἀν­τί­δω­ρο πού εἶ­χε μέ­σα στήν τσάν­τα της. 

Συ­νή­θως ἔ­τρω­γε λα­χα­νι­κά, ἐ­λιές, ζυ­μα­ρι­κά, ρυ­ζά­κι καί σέ γι­ορ­τές κα­νέ­να ψα­ρά­κι. Ἔ­πι­νε πι­κρό τόν κα­φέ της γιά ἄσκη­ση.

Ὅταν κοι­μό­ταν λί­γο γιά νά ξε­κου­ρα­στῆ, δέν σκέ­πα­ζε τά πό­δια της γιά νά μήν κοι­μη­θῆ βα­ρειά καί δέν ξυ­πνή­σει γιά τήν θεία Λει­τουρ­γί­α. Ἀρ­γό­τε­ρα δέν ξά­πλω­νε σέ κρεβ­βά­τι ἀλ­λά πάν­το­τε μα­ζε­μέ­νη σ᾿ ἕ­να κα­να­πέ ἤ σέ μιά κα­ρέ­κλα λα­γο­κοι­μό­ταν. Τα­λαι­πω­ροῦ­σε τό σῶ­μα της καί στόν ὕ­πνο καί στή νη­στεί­α.

Στά γό­να­τά της εἶ­χαν σχη­μα­τι­σθῆ δύ­ο εὐ­με­γέ­θεις μαῦ­ροι κύ­κλοι ἀ­πό τίς ἐ­δα­φια­ῖες με­τά­νοι­ες, τήν πο­λύ­ω­ρη γο­νυ­κλι­τῆ στά­ση της κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί τίς ἀ­το­μι­κές προ­σευ­χές της.

Βρύση ελεημοσύνης

Ἡ ζω­ή τῆς Κέ­της ἀ­πό τήν μι­κρή της ἡ­λι­κί­α μέ­χρι τήν κοί­μη­σή της ἦταν θεία λα­τρεία, ἄ­σκη­ση, ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἦ­ταν τό­σο ἐ­λε­ή­μων, πού τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά τά ὁποῖα ἄ­φθο­να τῆς πα­ρεῖ­χαν οἱ γο­νεῖς της, τά μοί­ρα­ζε σέ φτω­χούς. 

Καί ὅ­ταν τῆς ἔ­βα­ζαν πε­ρι­ο­ρι­σμούς, τύ­λι­γε σ᾿ ἕνα σεν­δό­νι τά τρό­φι­μα καί μέ ἕ­να σχοι­νί τά κα­τέ­βα­ζε ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο γιά νά μήν τά βλέ­πουν οἱ γο­νεῖς της. 

Τό­τε ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί φτω­χοί, χῆ­ρες, ὀρ­φα­νά, πρό­σφυ­γες. Τά ἐ­νοί­κια τῶν χω­ρα­φι­ῶν πού ἔπαιρ­ναν σέ εἶ­δος (σι­τά­ρι, κα­λαμ­πό­κι κ.λ.π.), τά κου­βα­λοῦ­σε κρυφά σέ μιά γει­τό­νισ­σα ἔμ­πι­στή της καί ἀπό κεῖ μέ ἄ­νε­ση ἔ­κα­νε τήν δι­α­νο­μή στούς φτω­χούς, γιά νά μήν τήν βλέπη καί στε­νο­χω­ρῆ­ται ἡ μη­τέ­ρα της.

Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη συ­νερ­γά­τις τοῦ π. Πα­ϊ­σί­ου στίς ὁμά­δες ἀ­γά­πης καί συ­νέ­χι­σε αὐτό τό ἔργο με­τά τήν ἀναχώρηση τοῦ Γέ­ρο­ντα ἀπό τό Στό­μιο. 

Οἱ κα­λω­σύ­νες πού ἔ­κα­νε εἶ­ναι πολ­λές καί ἀ­θό­ρυ­βες. Ὄ­χι μό­νο δι­έ­θε­σε τόν μι­σθό της καί ὅ­λη της τήν πε­ρι­ου­σί­α γιά τούς φτω­χούς, ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια ἔ­γι­νε δι­ά­κο­νος τῆς ἀ­γά­πης γιά τούς φτω­χούς καί ἀρ­ρώ­στους. 

«Ἕ­νε­κεν συμ­πα­θεί­ας τῶν πε­νή­των», ἔ­γι­νε καί ζη­τιά­να.

Ὅ­ταν ἦ­ταν στήν παι­δό­πο­λη ἔφευ­γε ἀπό τήν δου­λειά της λί­γο νω­ρί­τε­ρα, ἔπαιρ­νε τό φα­γη­τό της καί ἔτρε­χε νά τό πάη κρυμ­μέ­νο κά­τω ἀ­πό τήν κά­πα της σέ μιά οἰ­κο­γέ­νεια μέ ἐν­νιά παι­διά στό γει­το­νι­κό χω­ριό Παν­τά­νασ­σα. Τά παι­διά πάμ­φτω­χα καί πει­να­σμέ­να, ὁ πα­τέ­ρας πάν­τα με­θυ­σμέ­νος. Ἐ­πει­δή στήν ἔ­ξο­δο τῆς παι­δο­πό­λε­ως γι­νό­ταν ἔ­λεγ­χος, ἔ­βγαι­νε ἀ­πό δύ­σβα­το μο­νο­πά­τι μέ­σα στό δά­σος καί ἔφθα­νε στό χω­ριό. Τά βρά­δια ἔ­παιρ­νε ἀ­πό τήν κου­ζί­να τά πε­ρισ­σεύ­μα­τα, συ­νή­θως μέ καυ­γά­δες για­τί ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν, καί τά πή­γαι­νε σέ φτω­χούς. 

Πό­σα παι­δά­κια ἔ­θρε­ψε μέ τά πε­ρισ­σεύ­μα­τα καί­ πό­σα ἔν­τυ­σε ἀξιο­ποι­ώ­ντας ἄχρη­στο ἱμα­τι­σμό!

Τίς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες, πού ἦ­ταν τό­σο λί­γες, ἔ­τρε­χε στά χω­ριά, ἔ­κα­νε ἐ­νέ­σεις στούς ἀρ­ρώ­στους καί κου­βα­λοῦ­σε τρό­φι­μα σέ φτω­χούς. 

Φο­ροῦ­σε μιά κά­πα ἐ­πί­τη­δες γιά νά μήν φαί­νω­νται οἱ τσάν­τες μέ τά τρό­φι­μα.

Γιά τόν ἑ­αυ­τό της δέν φρόν­τι­ζε. Σκε­φτό­ταν τούς ἄλ­λους. Δέν μι­λοῦ­σε γιά ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες μό­νον ἔ­πρατ­τε, ὅ­σο μπο­ροῦ­σε ἀ­θό­ρυ­βα. Ἔ­δι­νε χρή­μα­τα στόν ἱ­ε­ρέ­α τῆς Με­λισ­σό­πε­τρας γιά νά βο­η­θᾶ φτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες. 

Βά­πτι­σε ἀρ­κε­τά παι­δά­κια καί εἶ­χε τήν μέ­ρι­μνά τους.

Στό Ρι­ζο­βού­νι πε­ρι­ποι­ό­ταν μιά γριά ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νη μέ­χρι τήν κοί­μη­σή της, σάν νά πε­ρι­ποι­ό­ταν τήν μάν­να της. 

Στόν Ἅγιο Γε­ώρ­γιο εἶ­χε μιά ἄλ­λη γριά πού κά­θε βρά­δυ τῆς πή­γαι­νε φα­γη­τό, τῆς ἔ­κο­βε τά νύ­χια, τήν ἔ­πλε­νε καί τῆς πρό­σφερ­ε ὅ,τι ἄλ­λο χρει­α­ζό­ταν μέ­χρι πού κοι­μή­θη­κε.

Βο­η­θοῦ­σε καί μιά ἄλλη φτω­χή καί πο­λύ­τε­κνη οἰ­κο­γέ­νεια. Ἡ μάν­να πε­ρί­με­νε παι­δά­κι ἀλλά σκε­πτό­με­νη τήν φτώ­χεια τους ἀπο­φά­σι­σε μέ τόν ἄν­δρα της νά πᾶ­νε νά κά­νουν ἔκτρω­ση. Στόν δη­μό­σιο δρό­μο συ­νάν­τη­σαν τήν Κέ­τη ἡ ὁποί­α τούς ρώ­τη­σε ποῦ πη­γαί­νουν, καί αὐ­τοί εἶ­παν τήν ἀ­λή­θεια. Τό­τε ἀ­γα­νά­κτη­σε ἡ Κέ­τη καί ἔ­βα­λε τίς φω­νές. Τούς εἶ­πε νά γυ­ρί­σουν στό σπί­τι τους καί αὐ­τή ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά ἀ­να­λά­βη τήν προ­στα­σί­α καί τήν τρο­φο­δο­σί­α τοῦ παι­διοῦ. Ἔ­γι­νε μά­λι­στα καί ἀ­νά­δο­χός του καί τό βο­ή­θη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅσο ὑ­πο­σχέ­θη­κε μέ­χρι πού με­γά­λω­σε καί ἄρ­χι­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται.

Σέ ἄλ­λο χω­ριό τῆς πε­ρι­ο­χῆς ὑ­πῆρ­χε κά­ποια φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια μέ δυ­ό ἄρ­ρω­στα παι­διά ἀ­πό με­σο­γεια­κή ἀ­ναι­μί­α. Ἡ Κέ­τη τούς λυ­πή­θη­κε πο­λύ καί θέ­λον­τας νά τούς βο­η­θή­ση, εἶ­πε στόν πα­τέ­ρα νά ψω­νί­ζη ἀπό κά­ποιο μα­γα­ζί ὅ,τι ἔ­χει ἀ­νάγ­κη, καί ὅτι αὐ­τή θά πλη­ρώ­νει τόν λο­γα­ρια­σμό. Αὐ­τό γι­νό­ταν γιά ἕ­να χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ἀλ­λά κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ὁ πα­τέ­ρας κά­λε­σε ἕ­ναν ὀρ­γα­νο­παί­χτη στό σπί­τι του καί ἄρ­χι­σε τίς δι­α­σκε­δά­σεις, τούς χο­ρούς καί τό πο­τό. Πά­νω στό ξε­φάν­τω­μα ἦρ­θε καί ἡ Κέ­τη νά δῆ τά παι­διά. Τό­τε τόν μάλ­ω­σε καί ­στα­μά­τη­σε τήν χο­ρη­γί­α της.

Τό 1960 ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος πα­πα–Βα­σί­λης Ζα­λα­κώ­στας ἔ­κτι­σε σπί­τι στόν Ἅγιο Γε­ώρ­γιο, ἀλ­λά τά χρή­μα­τά του δέν ἔ­φθα­ναν νά τό τε­λει­ώ­ση. Τό­τε ἡ Κέ­τη με­σο­λά­βη­σε, πλή­ρω­σε ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το ξυ­λεί­α γιά νά σκε­πα­στῆ τό σπί­τι καί ἔ­γι­ναν τά πα­τώ­μα­τα καί τά κου­φώ­μα­τα. Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης εἶ­ναι ἀ­πό τούς λί­γους πού κα­τά­λα­βε τήν ἀ­ξί­α τῆς Κέ­της, τήν γνώ­ρι­σε πο­λύ κα­λά, μάλι­στα τοῦ βά­πτι­σε τήν κό­ρη του Μα­ρί­α˙ στό τέ­λος πῆ­ρε στό σπί­τι του τήν μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της. 

Ἔ­λε­γε στήν πρε­σβυ­τέ­ρα του: 

«Δέν ξέ­ρεις τί ἀ­ξί­ζει ἡ Κέ­τη». 

Πί­στευ­ε ὅ­τι ἡ ζω­ή τῆς Κέ­της εἶ­ναι μο­να­δι­κή, ἰ­δι­ό­μορ­φη καί δέν ἔμοια­ζε μέ τήν ζω­ή τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων.

Ἔ­κα­νε τα­κτι­κά τα­ξί­δια στήν Κό­νι­τσα καί στήν Ἀ­θή­να γιά νά βλέ­πη τήν μη­τέ­ρα της καί τ᾿ ἀ­δέλ­φια της. Ἄν καί εἶ­χε χρή­μα­τα, δέν ἤ­θε­λε νά πλη­ρώ­νη εἰ­σι­τή­ριο. 

Πή­γαι­νε μέ ὤτο–στόπ ὄ­χι ἀ­πό τσιγ­γου­νιά ἀλ­λά γιά νά δι­α­θέ­ση τά χρή­μα­τα τοῦ εἰ­σι­τη­ρί­ου γιά ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. 

Κά­πο­τε ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα πε­ρί­με­νε στόν δρό­μο ὄρ­θια, δέν στα­μά­τη­σε νά τήν πά­ρη κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το καί γύ­ρι­σε στό σπί­τι μέ τίς τσάν­τες. Ἄλ­λο­τε μπῆ­κε σέ λε­ω­φο­ρεῖ­ο μέ ἕ­να κα­ρε­κλά­κι. Τήν ρώ­τη­σε ὁ εἰ­σπρά­κτο­ρας ἄν ἔ­χη εἰ­σι­τή­ριο καί ἀ­πάν­τη­σε: «Οὔ­τε εἰ­σι­τή­ριο ἔ­χω οὔ­τε θέ­ση θέ­λω». Καί τήν ἄ­φη­σε μέ τό κα­ρε­κλά­κι νά τα­ξι­δέ­ψη μέ­χρι τήν Ἀ­θή­να. Ἔ­λε­γε με­τά: 

«Αὐ­τοί ὅ­λοι μέ τ᾿ αὐ­το­κί­νη­τα ἔ­χουν χρή­μα­τα˙ για­τί νά τούς δώ­σω; Μέ αὐ­τά τά χρή­μα­τα τοῦ εἰ­σι­τη­ρί­ου μπο­ρῶ νά ἀ­γο­ρά­σω δυό–τρία κι­λά ρύ­ζι καί νά τά δώ­σω σέ μιά φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια πού πει­νά­ει». 

Τήν ἐν­δι­έ­φε­ραν οἱ πτω­χοί ἀ­δελ­φοί καί ὄ­χι τό πῶς θά τα­ξι­δέ­ψει ἀ­να­παυ­τι­κά.

Στό μο­να­στή­ρι τῆς Δου­ρα­χά­νης πού εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θῆ τά τε­λευ­ταῖ­α της χρό­νια, μά­ζευ­ε μπο­μπο­νιέ­ρες ἀ­πό βα­πτί­σεις γιά νά τίς που­λά­η, καί τά χρή­μα­τα τά ἔ­δι­νε σέ φτω­χούς. Με­ρι­κοί τήν ἔ­βλε­παν μέ οἶ­κτο, ὅ­πως ἦ­ταν φτω­χον­τυ­μέ­νη καί σκε­λε­τω­μέ­νη, καί τῆς ἔ­δι­ναν καί κά­ποι­α «ἐ­λε­η­μο­σύ­νη». Τήν ἀ­πο­δε­χό­ταν μέ χα­ρά γιά νά τήν δώ­ση καί αὐ­τή συ­νέ­χεια σέ ἄλ­λους. 

Χαι­ρό­ταν νά τήν θε­ω­ροῦν ζη­τιά­να καί φτω­χή. 

Ἦ­ταν ὅμως πεν­τα­κά­θα­ρη μέ τά ἐλά­χι­στα ροῦ­χα πού εἶ­χε.

Ζη­τοῦ­σε ροῦ­χα καί κυ­ρί­ως πα­πού­τσια, δῆ­θεν γιά τόν ἑαυτό της, καί τά ἔ­δι­νε σέ ἄλ­λους πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Κά­ποι­ος για­τρός τῆς ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να ζευ­γά­ρι μα­λα­κά πα­πού­τσια, για­τί τά πέλ­μα­τά της ἦ­ταν πα­ρα­μορ­φω­μέ­να, καί ἔ­κα­νε πώς τά χά­ρη­κε. Εἶ­δε κά­ποι­ον ἱ­ε­ρέ­α πού φο­ροῦ­σε πα­λαι­ά πα­πού­τσια. Πῆ­γε στό κα­τά­στη­μα πού εἶ­χε ἀ­γο­ρά­σει τά πα­πού­τσια της ὁ για­τρός, τά ἄλ­λα­ξε καί πῆ­ρε και­νού­ργια πα­πού­τσια γιά τόν ἱ­ε­ρέ­α. 

Δέν μπο­ροῦ­σε νά ἡ­συ­χά­ση ἄν δέν ἐ­λε­οῦ­σε κά­θε μέ­ρα.

Ἀ­πό τό μο­να­στή­ρι τῆς Σου­ρω­τῆς, μέ ὑ­πό­δει­ξη τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου, ἔ­στελ­ναν στήν Κέ­τη κά­θε χρό­νο μιά εὐ­λο­γί­α, κα­θα­ρό κε­ρί, ἐλιές, βι­βλί­α. Πο­λύ τά χαι­ρό­ταν˙ ἀ­μέ­σως πή­γαι­νε τά που­λοῦ­σε καί ἔ­δι­νε τά χρή­μα­τα ὅ­που ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ἔ­χουν με­γά­λη ἀ­νάγ­κη.

Ἡ Κέ­τη φρόν­τι­ζε πο­λύ γιά τήν εὐ­πρέ­πεια τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Μέ ἐ­νέρ­γει­ές της καί τήν χρη­μα­τι­κή της βο­ή­θεια ἀ­να­και­νί­σθη­κε καί καλ­λω­πί­σθη­κε ὁ να­ός τοῦ ἁγί­ου Νι­κο­λά­ου στό χω­ριό Ἅγιος Γε­ώρ­γιος Φι­λιπ­πιά­δος˙ φρόν­τι­ζε ἀκό­μη νά ἔ­χη λά­δι γιά τά κα­ντή­λια.

Ὅ­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­βλε­πε ἀ­τα­ξί­α καί κα­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀπό ὅ­που καί ἄν προ­ερ­χό­ταν αὐ­τή θά τόν πα­ρα­τη­ροῦ­σε καί θά τόν δι­ώρ­θω­νε. Ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τήν κα­θα­ρι­ό­τη­τα καί τήν τά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί πα­ρα­κι­νοῦ­σε τίς γυ­ναῖ­κες νά φρον­τί­ζουν γιά τήν Ἐκ­κλη­σία κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τό σπί­τι τους.


Ἡ Κέ­τη ὅ,τι ἀ­κί­νη­τα εἶ­χε κλη­ρο­νο­μή­σει τά ἀ­φι­έ­ρω­σε στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή Στο­μί­ου καί ἕ­να οἴ­κη­μα ἐν­τός τῆς Κο­νί­τσης τό δώ­ρη­σε στήν Μη­τρό­πο­λη. Εἶ­ναι τό γη­ρο­κο­μεῖ­ο Κο­νί­τσης. Ἀ­παί­τη­σε καί ἀ­πό τήν ἀ­δελ­φή της καί τήν ἀ­νε­ψιά της νά κά­νουν τό ἴ­διο καί αὐ­τές. Τίς πα­ρα­κι­νοῦ­σε λέ­γον­τας: 

«Πῶς θά πᾶ­τε στήν ἄλ­λη ζω­ή μέ ἄ­δεια χέ­ρια;».

Ἀξιόλογα περιστατικό

Κάποτε πού γι­όρ­τα­ζε ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νε­κτα­ρί­ου στό χωριό Ἅγιος Γεώργιος Φι­λιπ­πιά­δος, πῆ­γε ἡ Κέ­τη σέ μιά χή­ρα πού εἶ­χε πολ­λά λου­λού­δια στήν αὐ­λή της, τήν πα­ρα­μο­νή, καί τῆς ζή­τη­σε λου­λού­δια γιά νά φτιά­ξη ἕ­να στε­φά­νι γιά τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἡ χή­ρα ἀρ­νή­θη­κε καί δέν τῆς ἔ­δω­σε λου­λού­δια. Ἡ Κέ­τη ἔ­φυ­γε καί μό­νο τῆς εἶ­πε: 

«Δέν πει­ρά­ζει, μήν μοῦ δί­νης, ἀλ­λά μέ­χρι τό βρά­δυ θά τά χά­σεις, δέν θά σοῦ μεί­νει οὔ­τε ἕ­να λου­λού­δι». 

Καί πράγ­μα­τι ὅ­ταν ἄρ­χι­σε νά βρα­διά­ζη, τήν ὥ­ρα τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ ἔ­πια­σε μιά ρα­γδαί­α βρο­χή καί ἕ­νας ἀ­νε­μο­στρό­βι­λος δυ­να­τός, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα­ νά μήν μεί­νη οὔ­τε ἕ­να λου­λού­δι, κα­τα­στρά­φη­καν ὅ­λα, ὅ­πως εἶ­χε προ­εί­πει ἡ Κέ­τη.

Κά­ποι­α χρο­νιά πή­γαι­νε μέ τόν γνω­στό της πα­πα–Βα­σί­λη νά λει­τουρ­γή­σουν στήν Παν­τά­νασ­σα τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ Γε­νε­θλί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου, στίς 8 Σε­πτεμ­βρί­ου. 

Συ­ζη­τοῦ­σαν γιά τήν ἐκ πα­ρα­δό­σε­ως νη­στεί­α πού κά­νουν με­ρι­κοί ἀ­πό 1η μέ­χρι 7η Σε­πτεμ­βρί­ου. Ἡ Κέ­τη εἶ­χε κρα­τή­σει τή νη­στεί­α καί ἔ­λε­γε ὅ­τι καί ὁ πα­πα–Βα­σί­λης ἔ­πρε­πε νά τήν εἶ­χε κρα­τή­σει. 

Ἔ­φθα­σαν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἄ­να­ψαν τά καν­τή­λια καί μό­λις πῆ­γε νά βά­λη “Εὐλογητός” ὁ πα­πᾶς τόν κέ­ντη­σε ἕ­νας ξη­ρό­πο­νος στήν κοι­λιά. 

Βγῆ­κε ἔ­ξω καί ὅταν με­τά ἔ­βα­λε τό πε­τρα­χή­λι πά­λι αἰ­σθάν­θη­κε πό­νο δυ­να­τό. Αὐ­τό ἐ­πα­να­λή­φθη­κε τέσ­σε­ρις–πέν­τε φο­ρές. Ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε, ἡ Κέ­τη ἀ­νη­συ­χοῦ­σε γιά νά προ­λά­βη νά γυ­ρί­ση στήν δου­λειά της καί ὁ πό­νος δέν ἄ­φη­νε τόν πα­πα–Βα­σί­λη. 

Ἡ Κέ­τη ἀ­πέ­δι­δε τόν πό­νο στό ὅ­τι δέν εἶ­χε νη­στέ­ψει ὁ πα­πᾶς καί τόν πα­ρα­κι­νοῦ­σε νά κά­νη τά­μα στήν Πα­να­γί­α ὅ­τι στό ἑ­ξῆς θά κρα­τᾶ αὐ­τή τή νη­στεί­α. 

Ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α μπρο­στά στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά φυ­λά­ξη σ᾿ ὅ­λη του τήν ζω­ή τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη νη­στεία. 

Ἀ­μέ­σως ἔ­παυ­σε ὁ ξη­ρό­πο­νος, ἔ­κα­ναν τήν ἀκο­λου­θί­α καί τε­λεί­ω­σαν χω­ρίς κα­νέ­να πρό­βλη­μα τήν Λει­τουρ­γία.

Θέ­λη­σαν κά­πο­τε τρί­α–τέσ­σε­ρα κα­κο­μα­θη­μέ­να χω­ρι­α­τό­παι­δα νά πει­ρά­ξουν καί νά ἐκ­φο­βί­σουν τήν Κέ­τη τή νύ­χτα πού θά πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α. 

Φό­ρε­σαν κου­κοῦ­λες στό κε­φά­λι τους, πι­ά­στη­καν χέ­ρι μέ χέ­ρι καί ἔ­κλει­σαν τόν δρό­μο ἀ­πό τήν παι­δό­πο­λη πρός τά κά­τω. Ἦ­ταν ἕ­τοι­μα νά ὁρ­μή­ξουν κα­τε­πά­νω της ἀλ­λά συ­νέ­βη τό ἑ­ξῆς: 

Μιά ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ ἔκα­νε ὥστε τά βή­μα­τα τῶν πο­δι­ῶν τους νά κι­νοῦν­ται πρός τά πί­σω καί ὀ­πι­σθο­χω­ροῦ­σαν χω­ρίς νά κα­τα­λά­βουν πῶς, ἐ­νῶ ἡ Κέ­τη ἔ­κα­νε συ­νε­χῶς τόν σταυ­ρό της, προ­σευ­χό­ταν καί περ­πα­τοῦ­σε πλη­σι­ά­ζον­τας τά παι­διά σέ μι­κρή ἀ­πό­στα­ση.  Αὐ­τά ἔ­φυ­γαν ἄ­πρα­κτα καί ἡ Κέ­τη ἀ­πτό­η­τη συ­νέ­χι­σε τόν δρό­μο της γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Κά­πο­τε κα­θώς πή­γαι­νε μέ τά πό­δια ἀ­πό τήν παι­δό­πο­λη γιά τήν Κό­νι­τσα τήν πῆ­ρε ἕ­νας φορ­τη­γατ­ζῆς πού εἶ­χε μα­ζί του καί τήν γυ­ναῖ­κα του. Ἀ­νέ­βαι­ναν τήν Κα­νέ­τα. Ὁ δρό­μος ἦ­ταν στε­νός, ἀ­νη­φο­ρι­κός καί ἐ­πι­κίν­δυ­νος. Ἀ­πό τήν μιά με­ριά ἦ­ταν βρά­χια καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ἀ­πό­το­μη πλα­γιά. Ξαφ­νι­κά κό­πη­καν τά φρέ­να. Ἄνοι­ξε τήν πόρ­τα ὁ ὁ­δη­γός, πή­δη­ξε ἔ­ξω καί τίς φώ­να­ξε νά πε­τα­χθοῦν καί αὐτές. Ἡ γυ­ναῖ­κα του πή­δη­ξε ἔ­ξω ἀλλά ἡ Κέ­τη δέν κι­νή­θη­κε. Μό­νο ἔ­σκυ­ψε νά μα­ζέ­ψη τά πράγ­μα­τά της καί μα­ζεύ­τη­κε στήν ἐ­σο­χή τοῦ α­ὐ­το­κι­νή­του κά­τω ἀπό τό τζά­μι. Τό αὐ­το­κί­νη­το χτύ­πη­σε σέ βρά­χο καί ἄρ­χι­σε νά κυ­λά­η στήν πλα­γιά. Ὁ ὁ­δη­γός πά­γω­σε ἀ­πό τόν φό­βο του καί, ὅ­ταν σέ λί­γο εἶ­δαν νά βγαί­νη ἡ Κέ­τη σώ­α καί ἀ­βλα­βής, τἄ­χα­σαν. Γνω­στή της τήν ρώ­τη­σε τί σκε­φτό­ταν τό­τε, καί μέ χι­οῦ­μορ ἀ­πήν­τη­σε: «Φο­ροῦ­σα και­νού­ργια ζα­κέτ­τα καί λυ­πό­μουν πού θά πή­γαι­νε χα­μέ­νη».

Ἔ­βλε­πε ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους κα­λούς καί ἔμπαι­νε ἀ­δι­α­κρί­τως σέ ὅ­λα τά αὐ­το­κί­νη­τα. Μιά νύ­χτα ξε­κί­νη­σε γιά τήν Βού­λι­στα Πα­να­γιά. Ἕνα αὐ­το­κί­νη­το πού περ­νοῦ­σε, στα­μά­τη­σε δί­πλα της καί μπῆ­κε μέ­σα. 

Στόν δρό­μο ὁ ὁ­δη­γός τήν πεί­ρα­ξε μέ λό­για ἄ­πρε­πα καί αὐ­τή ἐ­νῶ ἔ­τρε­χε τό αὐ­το­κί­νη­το ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα γιά νά πη­δή­ση ἔ­ξω. 

Πρό­λα­βε ὁ ὁ­δη­γός καί στα­μά­τη­σε. Αὐ­τή κα­τέ­βη­κε καί συ­νέ­χι­σε τήν πο­ρεί­α της μέ­σα στή νύ­χτα.


*


Ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της δέν μπο­ροῦ­σε πλέ­ον μό­νη της νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τῆ­ται, για­τί εἶ­χε φθά­σει 90 χρό­νων, ἡ Κέ­τη γιά νά τήν ἔ­χη κον­τά τήν ἔ­φε­ρε στό σπί­τι τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη στόν Ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο, τό ἔτος 1969. Τήν ἡ­μέ­ρα τήν πε­ρι­ποι­εῖ­το ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα καί τή νύ­χτα κα­θό­ταν μα­ζί της ἡ Κέ­τη. Μα­ζί μέ τήν μη­τέ­ρα της ἡ Κέ­τη ἔ­φε­ρε καί μιά εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Βρε­φο­κρα­τού­σης, δι­α­στά­σε­ων 50×40 ἑ­κα­το­στῶν, καί εἶ­πε ὅ­τι εἶ­ναι πο­λύ θαυ­μα­τουρ­γή...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιο σας εδώ!