1. Στο «γλωσσάρι» της πολιτικής ανήκουν λέξεις που διεκδικούν την επίσημη είσοδό τους στο λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Κυβερνησιμότητα: η δυνατότητα να κυβερνάται μια χώρα σταθερά και αποτελεσματικά. Κυβερνητισμός: η προσήλωση στην κατοχή της εξουσίας εν ονόματι του αξιώματος και όχι απαραιτήτως των διακηρυγμένων αξιών.
Η κυβερνησιμότητα είναι πολιτικό αγαθό εφόσον είναι συναρτημένη με ηθικούς και ιδεολογικούς κανόνες, έχει χρώμα και κατεύθυνση. Ξεκινά από την κυρίαρχη αντίθεση και απαντά στο διακύβευμα που αυτή συνεπάγεται. Αλλιώς καταντά ένα πουκάμισο αδειανό, αφού ως γνωστόν, αν δεν σε ενδιαφέρει πού θα πας όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί. Η κυβερνησιμότητα έχει με τον κυβερνητισμό την ίδια σχέση που έχει η λαϊκότητα με τον λαϊκισμό, που προσποιείται το λαϊκό ενώ δεν είναι.
2. Η διεκτραγώδηση του κινδύνου πολιτικής αστάθειας και η θεαματική επίκληση των εθνικών αναγκών υποκρύπτουν συχνά δράση εξωθεσμικών «μαγειρείων» σε συνδυασμό με την ακόρεστη «δίψα και πείνα» των ανθρώπων για εξουσία. Ο εκλογικός ορίζοντας δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο κοντινός από το τελευταίο τρίμηνο του 2018. Ισως μάλιστα να 'ναι και πιο μακρινός κατά ένα εξάμηνο - Ιούνιος 2019.
Η συζήτηση όμως για τη διαμόρφωση κλίματος σχηματισμού κυβέρνησης με κορμό τη Ν.Δ. έχει αρχίσει. Τα δημοσκοπικά ευρήματα και η θέσπιση της απλής αναλογικής αποτελούν το υπόστρωμα για εκτιμήσεις με τις συνακόλουθες παραινέσεις. Ο πολιτικός χώρος που άλλοτε κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ εμπλέκεται από πολλούς ως ο προνομιακός εταίρος σε μια τέτοια συμμαχία. Η έξαρση της «κεντρολογίας» κατατείνει σ’ αυτό, προσφέροντας τη δικαιολογητική βάση της δήθεν συγγένειας των δυνάμεων, αν και το Κέντρο είναι ο ιστορικός αντίπαλος της Δεξιάς στην Ελλάδα, λόγω παρανομίας της Αριστεράς.
Ειδικώς η ΔΗΣΥ, αν παγιδευτεί σ' αυτό το ερώτημα, θα 'ναι σαν να αποδέχεται ότι ο ρόλος της είναι συμπληρωματικός και μάλιστα στον αντίποδα του στόχου για πρωταγωνιστική παρουσία των Σοσιαλιστών και της Κεντροαριστεράς στον προοδευτικό πόλο της πολιτικής ζωής. Τις απαντήσεις στο αίτημα κυβερνησιμότητας καλούνται να δώσουν τα κόμματα κατά τη σειρά της δύναμής τους. Οταν ο πρώτος σιωπά, όταν ο δεύτερος σιωπά, είναι άηθες να εγκαλείται ο επόμενος.
Στην τρέχουσα περίοδο, θα 'λεγα μάλιστα ότι κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση έχουν περισσότερα κοινά σημεία στην πολιτική αντίληψη και πρακτική τους. Η συγκυβέρνηση με τους ΑΝ.ΕΛΛ. καθώς και η σύμπνοια με την καραμανλική Δεξιά σε ζωτικές σφαίρες της δημόσιας ζωής φανερώνουν πως η σύγκλιση των δύο κομμάτων εμποδίζεται μόνο από το ποιος θα έχει τα κυβερνητικά πρωτεία.
Η πρόσκληση στα κόμματα να επιδείξουν εθνική ευθύνη αφορά εξίσου όλους. Αλλωστε η εθνική συνεννόηση αγκαλιάζει δυνάμεις πέραν της Βουλής, με στρατηγικό ρόλο και επιρροή στην κοινωνία. Μπορεί να πάρει διάφορες μορφές που προωθούν το εθνικό εγχείρημα, αλλά μαζί επιβεβαιώνουν την αυτονομία της πολιτικής και των κομμάτων. Δεν είναι το κοινό σχήμα για όλους και για όλα που χρειάζεται, αλλά η κοινή πολιτική για τα εθνικώς ανελαστικά.
Στον κοινοβουλευτισμό υπάρχει κυβέρνηση, αλλά υπάρχει και αντιπολίτευση. Γιατί όσο η εθνική πρόκληση οδηγεί σε ταυτίσεις, άλλο τόσο η δημοκρατική λειτουργία πιστοποιείται από το διαφορετικό. Αυτό είναι που προσφέρει στον πολίτη εναλλακτικές για να έχει η κυβερνησιμότητα βάθος με άξονα την πολιτική και όχι τα πρόσωπα, που όταν την αποχρωματίζουν τη μετατρέπουν σε πεδίο κυβερνητισμού.
* Άρθρο Δημήτρη Ρέππα στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (26 Ιουνίου 2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιο σας εδώ!