Στις τρεις το πρωί (ώρα Αυστραλίας)
είδα ένα απαίσιο όνειρο. Είχα αράξει, λέει, στον καναπέ, δίπλα στον
άντρα μου και βλέπαμε εκλογές, μ΄ένα μικρό κομπιουτεράκι ατσούμπαλα
καλωδιωμένο ανάμεσά μας: οι κάλπες θα άνοιγαν σε λιγότερο από μία ώρα.
Με πατέντες πιάναμε τέσσερα πέντε ελληνικά κανάλια και ραδιοσταθμούς,
ενδιαμέσως σερφάραμε και στο δίκτυο. Λέγαμε καλαμπούρια, σαν παιδάκια,
μας είχαν παρασύρει και τα πάνελ, έτσι ανάλαφρα που τα έλεγαν όλα, σαν
να επρόκειτο να ακολουθήσει κάποιο ματς, κάποιο μπαράζ, ας πούμε, για τη
σούπερ λίγκα.
«Ε, όχι και μάτς- αυτή είναι η Γιορτή της Δημοκρατίας», διόρθωσα τον εαυτό μου. Γιορτή της Δημοκρατίας, έτσι έλεγαν τις εκλογές οι παλιοί (Πού τους θυμήθηκα τους παλιούς; Πού τους ήξερα;) Είχα φορέσει τις καλές μου πυτζάμες, είχα λουστεί, χτενιστεί, να «μπουν» από την οθόνη παλιοί γνώριμοι, συνάδελφοι, φίλοι, ν΄ακούσω τα νέα και τα σχόλιά τους για τα αποτελέσματα.
Όταν ο Νίκος (Ευαγγελάτος), πενηνταενέα λεπτά πριν την ανακοίνωση των πρώτων επίσημων εκτιμήσεων ανακοίνωσε, με αινιγματικό χαμόγελο, ότι «σε λιγότερο από μία ώρα γράφεται ιστορία», δεν μου χρειαζόταν καμμία παραπάνω πληροφορία. Το είχα. Οι λογιστικές λεπτομέρειες, πέντε πάνω, πέντε κάτω, μπορούσαν να περιμένουν και την άλλη μέρα.
Άδειασα τα τασάκια, βολεύτηκα στα μαξιλάρια- με τον υπολογιστή ανοιχτό, φυσικά, και παραδόθηκα στον δημοκρατικό μου ύπνο.
Ξύπνησα από ένα δυνατό τράνταγμα-σαν να με κλωτσούσε στο κεφάλι κάτι σκληρό, ένα γκλομπ ή μια μπότα. Τα μηνίγγια μου σφυροκοπούσαν, ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα και κάποιος βάραγε δυνατά στην είσοδο. «Όταν χτυπάει η εξώπορτα στις τρεις το πρωί και δεν είναι ο γαλατάς, κάτι δεν πάει καθόλου, μα καθόλου καλά», έτσι θυμάμαι από τους παλιούς. Μπά σε καλό μου με τους παλιούς εδώ κάτι γίνεται. Τι στο διάολο;
Πριν προλάβω να καταλάβω τι γινόταν, είχαν μπει στο σπίτι. Πέντε, οκτώ, δέκα, είκοσι, αλλά έμοιαζαν εκατοντάδες. Φορούσαν μαύρα ρούχα και δεν ήταν καθόλου άγριοι όπως τους είχα φανταστεί. Ισα ίσα, χαμογελούσαν ενθουσιασμένοι, σαν καλόδεχτοι φιλοξενούμενοι. Ανανατρίχιασα. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, συριστικά. (σαν τα φίδια;)
«Νάμαστε, μαντάμ. Δεν θα μας καλωσορίσεις; Δεν θα μας κεράσεις κάτι;»
Χριστέ μου, το παιδί. Το παιδί κοιμάται στο πάνω δωμάτιο. Είχα αργήσει. Δύο τρεις από δαύτους είχαν ήδη κλείσει την πόρτα του διαδρόμου, τάχα πως χάζευαν ένα πίνακα στον τοίχο, δήθεν αδιάφορα, αλλά τα σώματά τους έκλειναν το πέρασμα στη στενή σκάλα. Δεν μπορώ να φτάσω στο παιδί. Τι θα κάνω, τι θα κάνω; Ένιωθα το αίμα να στραγγίζει όλο από μέσα μου, πάνιασα, άσπρισα- θα φάνηκε.
«Ανησυχείτε για το μικρό; Μα γιατί; Α, μας παρεξηγήσατε! Εμείς λατρεύουμε τα παιδιά! Είναι η ελπίδα μας, η νέα γενιά, σ΄αυτά βασιζόμαστε. Θα τα μεγαλώσουμε λαμπρά, σαν αληθινούς, καθαρόαιμους Έλληνες. Δεν πιστεύουμε να θέλετε να σας τα μαγαρίσουν οι πούστηδες, οι Εβραίοι και οι Μουχαμέτηδες; Ελάτε τώρα, είστε μορφωμένη γυναίκα, έχουμε τόσα κοινά σημεία: Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η συνεργασία- αν όχι, τουλάχιστον η κατανόησή σας».
«…»
«Έχετε τώρα την καλοσύνη να μας πείτε που μπορούμε να βρούμε το σύζυγό σας;»
«Είναι στην Αυστραλία ρε κερατάδες», άνοιξα το στόμα μου, για να ουρλιάξω, επιτέλους. «Κι εγώ, επίσης. Και το παιδί, να μην το ψάχνετε. Λείπουμε, έχουμε φύγει δύο χρόνια τώρα. Ελεύθεροι, μακριά από την κακιά σπορά σας - δουλεύουμε, αγωνιζόμαστε και σας φτύνουμε και σας και το ασκέρι σας».
Αυτά άνοιξα το στόμα μου για να πω, έλα όμως που δεν έβγαζα άχνα. Οι εφιάλτες είναι μυστήρια τρένα. Τώρα, μέσα στο όνειρο, δεν είμαστε πια στην Αυστραλία, αλλά στο παλιό μας σπίτι, στην Αθήνα: Έβλεπα, άγγιζα τα παλιά έπιπλα, το φθαρμένο τραπέζι της κουζίνας, το ψυγείο που δεν δούλευε και πετάξαμε. Ο άντρας πουθενά (Κρύβεται; Έφυγε; Τον πήραν;) και το παιδί, ξαφνικά νεογέννητο,ημερών, να τρέμει στην αγκαλιά μου, κεραυνόπληκτο από τον τρόμο που με διαπερνούσε σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
«Ο,τι κι να γίνει, μη χαμηλώνεις το βλέμμα: Μη δείξεις ποτέ ότι τους φοβάσαι» ψιθύριζαν στ΄αυτιά μου οι ψυχές των παλιών. (Που τους θυμήθηκα τους παλιούς; Που τους ήξερα;) «Ο τρόμος σου τους τρέφει, η σιωπή σου τους δυναμώνει. Ποτέ μη μείνεις σε σπίτι χωρίς δεύτερη έξοδο και να θυμάσαι, ότι ο καλύτερός σου φίλος είναι το δεύτερο διαβατήριο».
(Τι λένε; Μα ποιος μου τα είπε αυτά; Πότε; Που τα ξέρω εγώ τέτοια αλλόκοτα; Σίγουρα δεν ήταν από τα μαθήματα που κάναμε στις Καλόγριες. Μα από πού; Γιατί τα ξέρω; Δεν τα χρειάστηκα ποτέ και ούτε θα τα χρειαστώ, έτσι δεν είναι; Άχρηστες πληροφορίες, γραφικές. Από ένα παρελθόν που μόνο παππούδες θυμούνται. Και αν.)
Έλα, εντάξει, όνειρο είναι. Έστω, εφιάλτης. Όλα παίζουν σ΄ένα εφιάλτη.
Με τρομερή προσπάθεια –η ψυχή μου το ξέρει- σήκωσα το κεφάλι και τους κοίταξα στα μάτια. Ήρεμη. Ψύχραιμη. Ευγενής όσο εκείνοι, με το βλέμμα πάγο- καθρέφτη του δικού τους. Μέσα στην παραλυσία του ονείρου, κατάφερα (βοηθούσαν και οι παλιοί, που τους ήξερα, άραγε, εγώ, τους παλιούς;) να βρώ, επιτέλους τη φωνή μου:
«Περάστε έξω, κύριοι. Με ποιο δικαίωμα μπήκατε σπίτι μου;»
« Μην κάνετε τη χαζή. Η πόρτα σας ήταν ορθάνοιχτη».
Ξημέρωσε στ’ αλήθεια. Ήμουν στον καναπέ, με τις καλές πυτζάμες, ο υπολογιστής ανοιχτός, σε κάποιο ελληνικό σταθμό, έπαιζε ραδιόφωνο τώρα, και ξύπνησα στ΄αλήθεια αυτή τη φορά, μ΄ένα τραγούδι. Το έλεγαν οι παλιοί. (Που τους θυμήθηκαν τους παλιούς, οι πιτσιρικάδες στα ραδιόφωνα;)
«….κι εμεις φωνάζαμε «ζήτω» και «γειά»-σαν κάθε μέρα»….
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών
«Ε, όχι και μάτς- αυτή είναι η Γιορτή της Δημοκρατίας», διόρθωσα τον εαυτό μου. Γιορτή της Δημοκρατίας, έτσι έλεγαν τις εκλογές οι παλιοί (Πού τους θυμήθηκα τους παλιούς; Πού τους ήξερα;) Είχα φορέσει τις καλές μου πυτζάμες, είχα λουστεί, χτενιστεί, να «μπουν» από την οθόνη παλιοί γνώριμοι, συνάδελφοι, φίλοι, ν΄ακούσω τα νέα και τα σχόλιά τους για τα αποτελέσματα.
Όταν ο Νίκος (Ευαγγελάτος), πενηνταενέα λεπτά πριν την ανακοίνωση των πρώτων επίσημων εκτιμήσεων ανακοίνωσε, με αινιγματικό χαμόγελο, ότι «σε λιγότερο από μία ώρα γράφεται ιστορία», δεν μου χρειαζόταν καμμία παραπάνω πληροφορία. Το είχα. Οι λογιστικές λεπτομέρειες, πέντε πάνω, πέντε κάτω, μπορούσαν να περιμένουν και την άλλη μέρα.
Άδειασα τα τασάκια, βολεύτηκα στα μαξιλάρια- με τον υπολογιστή ανοιχτό, φυσικά, και παραδόθηκα στον δημοκρατικό μου ύπνο.
Ξύπνησα από ένα δυνατό τράνταγμα-σαν να με κλωτσούσε στο κεφάλι κάτι σκληρό, ένα γκλομπ ή μια μπότα. Τα μηνίγγια μου σφυροκοπούσαν, ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα και κάποιος βάραγε δυνατά στην είσοδο. «Όταν χτυπάει η εξώπορτα στις τρεις το πρωί και δεν είναι ο γαλατάς, κάτι δεν πάει καθόλου, μα καθόλου καλά», έτσι θυμάμαι από τους παλιούς. Μπά σε καλό μου με τους παλιούς εδώ κάτι γίνεται. Τι στο διάολο;
Πριν προλάβω να καταλάβω τι γινόταν, είχαν μπει στο σπίτι. Πέντε, οκτώ, δέκα, είκοσι, αλλά έμοιαζαν εκατοντάδες. Φορούσαν μαύρα ρούχα και δεν ήταν καθόλου άγριοι όπως τους είχα φανταστεί. Ισα ίσα, χαμογελούσαν ενθουσιασμένοι, σαν καλόδεχτοι φιλοξενούμενοι. Ανανατρίχιασα. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, συριστικά. (σαν τα φίδια;)
«Νάμαστε, μαντάμ. Δεν θα μας καλωσορίσεις; Δεν θα μας κεράσεις κάτι;»
Χριστέ μου, το παιδί. Το παιδί κοιμάται στο πάνω δωμάτιο. Είχα αργήσει. Δύο τρεις από δαύτους είχαν ήδη κλείσει την πόρτα του διαδρόμου, τάχα πως χάζευαν ένα πίνακα στον τοίχο, δήθεν αδιάφορα, αλλά τα σώματά τους έκλειναν το πέρασμα στη στενή σκάλα. Δεν μπορώ να φτάσω στο παιδί. Τι θα κάνω, τι θα κάνω; Ένιωθα το αίμα να στραγγίζει όλο από μέσα μου, πάνιασα, άσπρισα- θα φάνηκε.
«Ανησυχείτε για το μικρό; Μα γιατί; Α, μας παρεξηγήσατε! Εμείς λατρεύουμε τα παιδιά! Είναι η ελπίδα μας, η νέα γενιά, σ΄αυτά βασιζόμαστε. Θα τα μεγαλώσουμε λαμπρά, σαν αληθινούς, καθαρόαιμους Έλληνες. Δεν πιστεύουμε να θέλετε να σας τα μαγαρίσουν οι πούστηδες, οι Εβραίοι και οι Μουχαμέτηδες; Ελάτε τώρα, είστε μορφωμένη γυναίκα, έχουμε τόσα κοινά σημεία: Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η συνεργασία- αν όχι, τουλάχιστον η κατανόησή σας».
«…»
«Έχετε τώρα την καλοσύνη να μας πείτε που μπορούμε να βρούμε το σύζυγό σας;»
«Είναι στην Αυστραλία ρε κερατάδες», άνοιξα το στόμα μου, για να ουρλιάξω, επιτέλους. «Κι εγώ, επίσης. Και το παιδί, να μην το ψάχνετε. Λείπουμε, έχουμε φύγει δύο χρόνια τώρα. Ελεύθεροι, μακριά από την κακιά σπορά σας - δουλεύουμε, αγωνιζόμαστε και σας φτύνουμε και σας και το ασκέρι σας».
Αυτά άνοιξα το στόμα μου για να πω, έλα όμως που δεν έβγαζα άχνα. Οι εφιάλτες είναι μυστήρια τρένα. Τώρα, μέσα στο όνειρο, δεν είμαστε πια στην Αυστραλία, αλλά στο παλιό μας σπίτι, στην Αθήνα: Έβλεπα, άγγιζα τα παλιά έπιπλα, το φθαρμένο τραπέζι της κουζίνας, το ψυγείο που δεν δούλευε και πετάξαμε. Ο άντρας πουθενά (Κρύβεται; Έφυγε; Τον πήραν;) και το παιδί, ξαφνικά νεογέννητο,ημερών, να τρέμει στην αγκαλιά μου, κεραυνόπληκτο από τον τρόμο που με διαπερνούσε σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
«Ο,τι κι να γίνει, μη χαμηλώνεις το βλέμμα: Μη δείξεις ποτέ ότι τους φοβάσαι» ψιθύριζαν στ΄αυτιά μου οι ψυχές των παλιών. (Που τους θυμήθηκα τους παλιούς; Που τους ήξερα;) «Ο τρόμος σου τους τρέφει, η σιωπή σου τους δυναμώνει. Ποτέ μη μείνεις σε σπίτι χωρίς δεύτερη έξοδο και να θυμάσαι, ότι ο καλύτερός σου φίλος είναι το δεύτερο διαβατήριο».
(Τι λένε; Μα ποιος μου τα είπε αυτά; Πότε; Που τα ξέρω εγώ τέτοια αλλόκοτα; Σίγουρα δεν ήταν από τα μαθήματα που κάναμε στις Καλόγριες. Μα από πού; Γιατί τα ξέρω; Δεν τα χρειάστηκα ποτέ και ούτε θα τα χρειαστώ, έτσι δεν είναι; Άχρηστες πληροφορίες, γραφικές. Από ένα παρελθόν που μόνο παππούδες θυμούνται. Και αν.)
Έλα, εντάξει, όνειρο είναι. Έστω, εφιάλτης. Όλα παίζουν σ΄ένα εφιάλτη.
Με τρομερή προσπάθεια –η ψυχή μου το ξέρει- σήκωσα το κεφάλι και τους κοίταξα στα μάτια. Ήρεμη. Ψύχραιμη. Ευγενής όσο εκείνοι, με το βλέμμα πάγο- καθρέφτη του δικού τους. Μέσα στην παραλυσία του ονείρου, κατάφερα (βοηθούσαν και οι παλιοί, που τους ήξερα, άραγε, εγώ, τους παλιούς;) να βρώ, επιτέλους τη φωνή μου:
«Περάστε έξω, κύριοι. Με ποιο δικαίωμα μπήκατε σπίτι μου;»
« Μην κάνετε τη χαζή. Η πόρτα σας ήταν ορθάνοιχτη».
Ξημέρωσε στ’ αλήθεια. Ήμουν στον καναπέ, με τις καλές πυτζάμες, ο υπολογιστής ανοιχτός, σε κάποιο ελληνικό σταθμό, έπαιζε ραδιόφωνο τώρα, και ξύπνησα στ΄αλήθεια αυτή τη φορά, μ΄ένα τραγούδι. Το έλεγαν οι παλιοί. (Που τους θυμήθηκαν τους παλιούς, οι πιτσιρικάδες στα ραδιόφωνα;)
«….κι εμεις φωνάζαμε «ζήτω» και «γειά»-σαν κάθε μέρα»….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιο σας εδώ!