Δεν παίζουν με το θέατρο.
Παίζουν θέατρο
Κείμενο:
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΛΑΧΟΠΑΝΟΣ
Αυτό που κρατά ο τακτικός και προσεχτικός θεατρόφιλος από τις παραστάσεις της ΑΘΟΑ είναι οι πολύ προσεγμένες ερμηνείες. Και η έμφαση που δίνεται ακόμη και στην τελευταία λεπτομέρεια. Ίσως γιατί από την πρώτη στιγμή που συστήθηκε και ξεκίνησε το θεατρικό ταξίδι της η ομάδα, ξεκαθάρισε πως όλα κρίνονται στις λεπτομέρειες. Μπορεί να έχει κανείς τις χίλιες δυο επιφυλάξεις και διαφωνίες σχετικά με την επιλογή των έργων που ανεβάζει. Αλλά θα ήταν πολύ άδικο να μην αναγνωρίσει πως σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνά με την ποιότητα και την αρτιότητα των παραστάσεων πολλούς επαγγελματικούς θιάσους. Και τούτο γιατί τα μέλη της, με την πείρα που διαθέτουν και τον επαγγελματισμό που τα διακρίνεις στην απόδοση των ρόλων τους, έχουν πείσει το κοινό της πόλης μας πως δεν παίζουν με το θέατρο. Απλά παίζουν θέατρο.
Το έργο «Οίκος ενοχής» των Ρέπα – Παπαθανασίου που παίζεται αυτές τις μέρες, διασκευασμένο από τον Αλέξανδρο Οικονόμου, σε σκηνοθεσία της θεατρολόγου Μελίνας Κατίου, είναι ομολογουμένως μια σύγχρονη ξεκαρδιστική κωμωδία που ξεκουράζει και διασκεδάζει πραγματικά το θεατή. Μπορεί να μην ανήκει στα έργα υψηλής τέχνης, σ’ αυτά δηλαδή που κατατάσσονται στις κλασικές δημιουργίες και μπορεί να καταγράψουν μια μακρά πορεία στα θεατρικά δρώμενα. Πρόκειται για μια επίκαιρη σάτιρα ηθών που χαρακτηρίζουν το μικροαστικό, ως επί το πλείστον, κόσμο. Και ανασύρουν στην επιφάνεια τις ποικίλες κωμικές μεταμορφώσεις του καθώς, εξαρτημένος απ’ το εύκολο και γρήγορο χρήμα και εθισμένος στη διαπλοκή και στην υποκρισία, απογυμνώνεται και γελοιοποιείται μόλις φτάσει στ’ αφτί του το «παραμικρό σφύριγμα του κέρδους».
Η μεταμόρφωση και η αλλοτρίωση των «ευυπόληπτων» πολιτών αποδίδονται άριστα με τον ευρηματικό τίτλο του έργου. Το κληρονομημένο νεοκλασικό μετατρέπεται γρήγορα από οίκο ανοχής σε οίκο ενοχής. Μέσα στη νέα ατμόσφαιρα που διαμορφώνει μια απλή συμβολαιογραφική πράξη, οι σχέσεις των ανθρώπων προσδιορίζονται πλέον απ’ τη δύναμη και τη γοητεία του χρήματος και του κέρδους. Ο κόσμος του περιθωρίου που προσφέρει τις υπηρεσίες του στον οίκο ανοχής, μοιάζει εντελώς αθώος και φυσικός μπροστά στην απόλυτη αμαρτία και προσποίηση που ενσαρκώνει ο κόσμος της ενοχής. Τα χάνει! Και χάνει, ασφαλώς, και τον προσανατολισμό του. Δεν είναι η δουλειά που τον ενδιαφέρει για την επιβίωσή του. Είναι η διολίσθηση στη διαφθορά και στην απάτη που κινητοποιεί την άλλη του πλευρά: αυτή που ξυπνά μέσα του την κρυφή επιθυμία να γίνει ό,τι και οι καθωσπρέπει. Και τον παρασύρει εντέλει κι αυτόν απ’ τον οίκο ανοχής στον οίκο ενοχής…
Φυσικά δεν είναι αυτά που συνιστούν την ομορφιά του θεάτρου. Ή μόνο αυτά, για να μην αδικήσουμε τη σημασία του θέματος και των προθέσεών του. Αλλά αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία στην παράσταση είναι πρώτα η ερμηνεία. Το σανίδι. Η απόδοση των ρόλων. Η τέχνη της υποκριτικής. Η επικοινωνία με το κοινό. Η δημιουργία ατμόσφαιρας. Μου έμεινε η εντύπωση πως η Μελίνα Κατίου τα κατάφερε όλα αυτά. Και κατέληξε σ’ ένα γοητευτικό αποτέλεσμα, που αποτυπώθηκε πάνω σε μια ζωντανή και σπαρταριστή σκηνή. Και κέρδισε από την πρώτη στιγμή το θεατή, λες και τον ανέβασε κι αυτόν στη σκηνή.
Το έργο «Οίκος ενοχής» των Ρέπα – Παπαθανασίου που παίζεται αυτές τις μέρες, διασκευασμένο από τον Αλέξανδρο Οικονόμου, σε σκηνοθεσία της θεατρολόγου Μελίνας Κατίου, είναι ομολογουμένως μια σύγχρονη ξεκαρδιστική κωμωδία που ξεκουράζει και διασκεδάζει πραγματικά το θεατή. Μπορεί να μην ανήκει στα έργα υψηλής τέχνης, σ’ αυτά δηλαδή που κατατάσσονται στις κλασικές δημιουργίες και μπορεί να καταγράψουν μια μακρά πορεία στα θεατρικά δρώμενα. Πρόκειται για μια επίκαιρη σάτιρα ηθών που χαρακτηρίζουν το μικροαστικό, ως επί το πλείστον, κόσμο. Και ανασύρουν στην επιφάνεια τις ποικίλες κωμικές μεταμορφώσεις του καθώς, εξαρτημένος απ’ το εύκολο και γρήγορο χρήμα και εθισμένος στη διαπλοκή και στην υποκρισία, απογυμνώνεται και γελοιοποιείται μόλις φτάσει στ’ αφτί του το «παραμικρό σφύριγμα του κέρδους».
Η μεταμόρφωση και η αλλοτρίωση των «ευυπόληπτων» πολιτών αποδίδονται άριστα με τον ευρηματικό τίτλο του έργου. Το κληρονομημένο νεοκλασικό μετατρέπεται γρήγορα από οίκο ανοχής σε οίκο ενοχής. Μέσα στη νέα ατμόσφαιρα που διαμορφώνει μια απλή συμβολαιογραφική πράξη, οι σχέσεις των ανθρώπων προσδιορίζονται πλέον απ’ τη δύναμη και τη γοητεία του χρήματος και του κέρδους. Ο κόσμος του περιθωρίου που προσφέρει τις υπηρεσίες του στον οίκο ανοχής, μοιάζει εντελώς αθώος και φυσικός μπροστά στην απόλυτη αμαρτία και προσποίηση που ενσαρκώνει ο κόσμος της ενοχής. Τα χάνει! Και χάνει, ασφαλώς, και τον προσανατολισμό του. Δεν είναι η δουλειά που τον ενδιαφέρει για την επιβίωσή του. Είναι η διολίσθηση στη διαφθορά και στην απάτη που κινητοποιεί την άλλη του πλευρά: αυτή που ξυπνά μέσα του την κρυφή επιθυμία να γίνει ό,τι και οι καθωσπρέπει. Και τον παρασύρει εντέλει κι αυτόν απ’ τον οίκο ανοχής στον οίκο ενοχής…
Φυσικά δεν είναι αυτά που συνιστούν την ομορφιά του θεάτρου. Ή μόνο αυτά, για να μην αδικήσουμε τη σημασία του θέματος και των προθέσεών του. Αλλά αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία στην παράσταση είναι πρώτα η ερμηνεία. Το σανίδι. Η απόδοση των ρόλων. Η τέχνη της υποκριτικής. Η επικοινωνία με το κοινό. Η δημιουργία ατμόσφαιρας. Μου έμεινε η εντύπωση πως η Μελίνα Κατίου τα κατάφερε όλα αυτά. Και κατέληξε σ’ ένα γοητευτικό αποτέλεσμα, που αποτυπώθηκε πάνω σε μια ζωντανή και σπαρταριστή σκηνή. Και κέρδισε από την πρώτη στιγμή το θεατή, λες και τον ανέβασε κι αυτόν στη σκηνή.
Εκπληκτικός ο Φίλιππος Καματήρας στο ρόλο του Βαγγέλη, του «αγοριού» που συμπληρώνει ιδιόμορφα τη μικρή ομάδα του οίκου ανοχής. Απολαυστικός, αεικίνητος, γεμάτος ένταση. Γεννημένος ηθοποιός. Και ο Λάμπρος Μπαβέτσας, επίσης, στο ρόλο του συζύγου Τάκη. Επιβλητικός με τη ζωντάνια του και τις γρήγορες μεταμορφώσεις του. Έξοχος ο «Τιμολέων» Σωτήρης Σαρλής. Δεν τον χόρταινες. Σε κέρδιζε με την τέχνη του σώματος. Και δεν ήθελες να τον αφήσεις απ’ τα μάτια σου. Άφταστη στο ρόλο της ρωσίδας πόρνης Σβετλάνας η Μελίνα Κατίου. Νομίζω πως θα τη ζήλευαν πολλοί επαγγελματίες ηθοποιοί.
Τολμηρά ρεαλιστική η απόδοση της Βάγιας Αλέξη στο ρόλο της εγχώριας πόρνης Σαμάνθας. Μια δροσερή, ανάλαφρη και ευχάριστη εικόνα. Απολαυστικές η Φωτεινή Τασούλα και η Ντίνα Σκανδάλη, οι κυρίες τους καθωσπρεπισμού που ξηλώνουν λίγο – λίγο το επίσημο ένδυμα του κοινωνικού τους στρώματος και εντάσσονται αυθόρμητα σ’ αυτό που πριν περιφρονούσαν. Ενσάρκωσαν με πληρότητα και πειστικότητα το χαρακτήρα ενός παρακμασμένου κοινωνικού στρώματος. Πάντα ωραίος ο Γιώργος Παπαδόπουλος, που καταφέρνει να σε κερδίζει ακόμη και με τους μικρούς ρόλους που αναλαμβάνει. Μιλά η πείρα. Αυθεντικός και πειστικός ο Κώστας Κίτσος στο ρόλο του Περικλή. Μιλά και η δική του πείρα. Μικρός ο ρόλος του «συμβολαιογράφου» Κώστα Κατσιάνη. Αλλά από αυτόν ξεκινούν όλα. Κι απ’ αυτόν αρχίζει η πτώση και η παρακμή.
Και η έκπληξη της βραδιάς! Ο Γεράσιμος Κατσαούνος. ο Γερμανός Στούφελ, ο επιθεωρητής, ο άνθρωπος που φέρνει μια ανησυχία στη σκηνή, που προϊδεάζει το κοινό πως κάτι άλλο πρόκειται να συμβεί. Μια διαφορετική παρουσία, μια διαφορετική ερμηνεία. Βρίσκεται εντελώς έξω απ’ την ατμόσφαιρα της διαπλοκής και της διαφθοράς. Δύσκολος ρόλος. Αλλά ο Γεράσιμος τα καταφέρνει θαυμάσια. Κουβαλά, βέβαια, την πείρα του από τις συμμετοχές του στη Θεατρική Ομάδα του «Σκουφά», όπου μαθήτευσε κοντά σε κορυφαίους δασκάλους, όπως ο Βαφιάς και ο Τραϊφόρος. Αλλά η πρώτη του εμφάνιση στην ΑΘΟΑ καταγράφεται ως ένα πολύ επιτυχημένο θεατρικό πείραμα. Ο Γεράσιμος Κατσαούνος, δημιουργώντας ένα τρίτο μέρος της σκηνής, κέρδισε τις εντυπώσεις και άφησε, μαζί με τον Σωτήρη Σαρλή, στους θεατές τη γεύση της απίθανης ελληνικής μπαγαποντιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιο σας εδώ!